Κεφάλαιο έντεκα⏳

95 13 0
                                    

«Μην προσπαθείς να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου» - Τρίσταν Τζέρστεϊν

                                   ~ • ~

Καθώς στεκόμουν πάνω από το άψυχο σώμα του πλάσματος που κείτονταν στο κρύο έδαφος, είδα τον Ντάνιελ να παλεύει με ένα απο τα άλλα δύο. Ήμουν έτοιμη να πάω να τον βοηθήσω, όταν ξαφνικά κάτι συγκρούστηκε με την μύτη μου δυνατά σπάζοντας την. Το αίμα άρχισε να κυλάει τόσο στο πρόσωπό μου όσο και στα ρούχα μου, λεκιάζοντας έτσι το χονδρό ύφασμα. Το σκούπισα ελαφρώς με την άκρη του μανικιού μου και ύψωσα το βλέμμα μου προς το άτομο που με χτύπησε, αντικρίζοντας έναν ακόμη απρόσωπο άντρα.

Με προσεκτικές κινήσεις, γλίστρησα το αριστερό μου χέρι μέσα στην μπλούζα, και έβγαλα προς τα έξω το κοφτερό μαχαίρι-σουγιά που είχα πάντοτε κρυμμένο στη τιράντα του σουτιέν μου, σε περίπτωση ανάγκης. Έπειτα έκανα ένα βήμα προς τα μπροστά, σταματώντας μονάχα λίγα εκατοστά μακριά απο το πλάσμα και στην συνέχεια αποπειράθηκα να τον καρφώσω. Ωστόσο το μαχαιράκι μου αποκρούστηκε απο το ματωμένο του ξίφος. Τα δυο μεταλλικά αντικείμενα συγκρούστηκαν μονομιάς, και το όπλο μου εκτοξεύτηκε στο πάτο της λίμνης.

«Ωχ, όχι, πάει η προστασία μου» μουρμούρισα στον εαυτό μου φοβισμένη

Ο άντρας έβγαλε μια μη ανθρώπινη κραυγή και έμπηξε με όλη του την δύναμη το ξίφος στο στομάχι μου. Αναφώνησα απο τον πόνο, ενώ έφτυνα το αίμα που υψώθηκε στο λάρυγγα μου. Ένιωθα το πηχτό και κόκκινο υγρό να ρέει απο το τραύμα μου την ώρα που εκείνος γελούσε, χαράζοντας έτσι μια αξέχαστη στιγμή στο μυαλό μου. Για άτομο δίχως πρόσωπο μπορούσε και χωρίς στόμα να κάνει ήχους για τους οποίους μόνο οι άνθρωποι είναι ικανόι.

«Κάθριν!» Άκουσα τον Ντάνιελ να φωνάζει

Εντός ολίγων δευτερολεπτών, ο άντρας βρέθηκε πεσμένος στα χώματα και ένας κρότος εισακούστηκε σε όλο το μέρος. Πέθανε ακαριαία και το ξίφος του πήρε μια πιο σκούρη, σχεδόν μαύρη απόχρωση. Το βλέμμα του Ντάνιελ φλέγονταν απο θυμό, έτσι δίχως να χάνει χρόνο, απέσυρε το πλέον σκούρο και τραχύ όπλο απο το στομάχι μου, πετώντας το στην άκρη, και με σήκωσε στα στιβαρά του μπράτσα, κουβαλώντας με προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Μόλις φτάσαμε στην λίμνη, με άφησε προσεχτικά στο γρασίδι έτσι ώστε να μην με πονέσει και ξεφύσηξε.

"Επέτρεψε μου να σου καθαρίσω την πληγή" είπε με έναν ήπιο και γεμάτο πόνο στον τόνο της φωνής του.

Χάβεργκορτ: Η επιστροφήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora