■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■
《Τι ημέρα και αυτή 》ξεφύσηξε η Αργυρώ ενώ έπλυνε και τα τελευταία ποτήρια που είχαν μείνει.
《Είχε πολυ κόσμο σήμερα》είπα όταν έκανα τον απολογισμό του σημερινού ταμείου και σκούπισα τον ιδρώτα απο το μέτωπο μου.
《Τελικά αποδείχτηκες πολύτιμη βοήθεια και ας είσαι εδώ μονο δυο μήνες》είπε ενθουσιασμένα.
《Ευχαριστώ》ψέλλισα νιώθοντας τα δυο μάγουλα μου να κοκκινίζουν.
《Θάλεια》με φώναξε ο Πάνος που φτιάχνει τους καφέδες. Και μπήκα μέσα στην κουζίνα που κάθονταν αραχτός παίζοντας με το κινητό του.
《Σε θέλει το αφεντικό》μου είπε έτσι απλά και κρύος ιδρώτας με έλουσε. Μονο μια φορά τον εχω δει τόσο καιρό που δουλεύω εδώ, και αυτή ήταν για να διαμαρτυρηθεί που έριξα ενα δίσκο.
Ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλοπάτια γιατί το γραφείο του ήταν στο επάνω όροφο.
Όταν έφτασα χτύπησα την πόρτα.
《Περάστε》είπε και μπήκα μέσα σαν βρεγμένο γατί.《Γεια σας κύριε Αχιλλέα》
《Κάτσε Θάλεια και προς θεού φωνάζαμε Αχιλλέα μονο 27 ετών ειμαι》μου είπε χαμογελάστα.
《Γιατί με φωνάξατε ;;;》τον ρώτησα και κάθισα.
《Να τόσο καιρό σε βλέπω πόσο σκληρά δουλεύεις, αν εξαιρέσεις κάποια μικρολαθάκια και σκέφτηκα...》έλεγε και σηκώθηκε όρθιος πίνοντας απο το ουίσκι του《να σου δώσω μια αύξηση》είπε και με κοίταξε έντονα.
《Αλήθεια, σας ευχαριστώ,εχω πολυ ανάγκη τα χρήματα αυτο τον καιρό》είπα μες στην τρελή χαρά.
《Μην βιάζεσε για να πάρεις αύξηση πρέπει να κάνεις κάτι για εμένα πρώτα》είπε και έσκυψε πανω μου.
《Τ-ο οποίο είναι ;;;》ρώτησα τραυλίζοντας γιατί μας χώριζαν μονο δυο εκατοστά.
Αυτός αμέσως επιτέθηκε στα χείλη μου και χούφτωσε το στήθος μου, εγώ έμεινα σοκαρισμένη απο την κίνηση του. Χωρίς να χάνω χρόνο τον χαστούκισα με όλη μου την δύναμη και τον έσπρωξα μακριά μου.
Σηκώθηκα όρθια 《Αν για να πάρω αύξηση πρέπει να σας κάτσω τότε λυπάμαι πολυ κύριε Αχιλλέα αλλά παραιτούμαι 》είπα με στόμφο και ειρωνεία στην φωνή μου. Η ποδιά που φορούσα βρέθηκε στα μούτρα του.
Και εγώ έφυγα κλείνοντας την πορτα πίσω μου.
Ήταν ότι χειρότερο στην ζωή μου...《Τι έγινε μωρο μου ;;》είπε το αγόρι μου όταν βγήκα εξω και μου άνοιξε την πορτα του αυτοκινήτου.
《Με απέλυσε》είπα ψέματα και μπήκα στην θέση του συνοδηγού.
《Δεν πειράζει θα σου βρούμε καλύτερη δουλειά》με καθησύχασε και με φίλησε πεταχτά στο στόμα.《Σε αγαπώ Πανό》του είπα και αυτός έβαλε τα κλειδιά στην μίζα.
《Και εγώ σε αγαπώ》και ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει.
Έπρεπε να του πω ψέματα δεν ήθελα να χάσει και αυτός την δουλειά του απο την καφετέρια του μαλακά...
Και έτσι για άλλη μια βραδιά φύγαμε σαν αστραπή πανω στην άσφαλτο...
Τέλος...
■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■
■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■
■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■■
YOU ARE READING
ONE SHOTS
RandomΚάθε κεφάλαιο έχει και μια μικρή ιστορία... . . . . . . . . . . . don't copy my book🚫