Το κοράκι έσκιζε τους ουρανούς με τα φτερά του. Μαύρα, κενά, σαν να τα κορόιδευε ο ευγενής ήλιος. Δεν είχε χάρη στη μορφή του, δεν είχε χάρη στη φωνή του. Κυνηγούσε το φως, ζητούσε απ' τις ακτίνες του ηλίου να το στολίσουν με αποχρώσεις της ζωής. Χάριζε στα καθάρια σύννεφα το πιο θαυμαστό του πέταγμα, μήπως και με το χειροκρότημα κερδίσει την εύνοια αυτών που βαστούν τη μέρα.
Μάταιο. Δε θα είχε χάρη στη μορφή του, δε θα είχε χάρη στη φωνή του. Δε θα άλλαζε η φύση του. Το κοράκι ξεπέρασε τα νοητά του όρια, έφτασε στα σύννεφα που βαθιά ζήλευε. Σκοπός να κλέψει λίγη απ' την αγνότητα που εγκυμονούσε λίμνες και ποτάμια. Όμως, σαν εισχώρησε στον κόσμο ενός παραδείσου ξένου, μια βάναυση τύφλωση ακολούθησε, και μια ηδονή που τράβηξε την πνοή από το ελεύθερό του σώμα.
Η πτώση του ήταν θέαμα ασύλληπτο. Τράβηξε το βλέμμα σου, σε έβγαλε από τη γλυκιά σου νάρκη. Έτρεξες προς το σημείο που το πλάσμα θα ταφόταν. Τα μαλλιά σου, μακρυά, κυμάτιζαν και πιάνονταν σε γυμνά κλαδιά που ικέτευαν να μην προχωρήσεις παραπέρα. Ιδρώτας έσταζε στο νεανικό σου δέρμα. Και όλοι θρηνούσαν σε μια επόμενη κηδεία που ήσουν απρόσκλητη. Στο προσεγμένο φέρετρο δεν ήταν ο νεκρός που εσύ σκεφτόσουν.
Βρέθηκες απάνω του, και γέλασες. Η ίδια σου η χαρά σε δα συγκλόνισε. Ήταν στα χέρια σου η εικόνα του Θανάτου με τον οποίο φλέρταρες ύπουλα στα ατέλειωτα όνειρά σου. Τον έκανες, φαίνεται, να σε καλέσει ευγενικά για να σε εκπλήξει με ένα δείγμα του. Έμαθες πώς μοιάζει, έμαθες την αίσθησή του, έμαθες την οσμή του. Ήσουν ευγνώμων που οι απορίες σου σεβάστηκαν. Πλέον, γνώριζες τον εχθρό σου...
Πούπουλα όμοια με τρομερό κάρβουνο, φτερά με πείσμα άγριο. Φύση δοσμένη στη μαυρίλα με πνοή αλλόκοτη, δική της. Μάλλον πνοή επικίνδυνη. Μάλλον το κοράκι ζήταγε φως για να την διώξει. Χάνοντας καταληκτικά αντί της σκοτεινής πλευράς, αυτήν που έδινε ελπίδα στη ζωντανή ματιά του. Κι εσύ, καλή μου, ήσουν εκεί για να του δώσεις την αιθέρια σπίθα. Μαζί θα νικούσατε τον Θάνατο. Το ζώο θα τράβαγε το σπαθί από το στέρνο, εσύ θα έβγαζες το δικό σου απ' το θηκάρι με θάρρος μη ανθρώπινο.
Θα ήταν το ταίρι σου. Σύντροφος στη μάχη, σύντροφος που έπειτα αγάπησες με ορμές ενηλικίωσης. Πολεμιστής που όμως σου αφαίρεσε την όραση προς τον κοινό σας στόχο. Για εσένα πια υπήρχε αυτός, και μόνο αυτός. Άφησες τη λεπίδα από τα χέρια. Για εσένα πια υπήρχε μόνο η φωτιά της αναστάσεώς του.
Η φωτιά υψωνόταν ως τις κορυφές των πιο γέρικων πεύκων. Επιβλητική, άξια της αφεντιάς σου σύμφωνα με το παιδικό μυαλό σου. Χόρευες μέσα σε αυτήν. Χανόσουν στη γοητεία του φαύλου κύκλου. Παράλληλα φοβόσουν το κάψιμο της φλόγας, κι ας έτρεμε περισσότερο από το αδύναμο κορμί σου. Πυροδότησες κάτι, και το δυνάμωσες αρκετά για να κάψεις κάθε δάσος, κάθε πόλη. Ασήμαντα τα άνθη που η βλάστηση κολάκευε και έκλαιγε που δεν προστάτευσε. Ασήμαντα για όσο εσύ, λουλούδι μου, φυλαγόσουν από το άγγιγμά του.
Αστείο, αλλά τελικά δεν ήταν τα εγκαύματα ο κίνδυνος για το λευκό σου σώμα. Το κατάλαβες μονάχα όταν σε έπνιξε το δώρο του, διοξείδιο άνθρακα, δηλητήριο που σε έριξε αναίσθητη στο αγαπητό σου κάρβουνο. Πέρασε στην αντίληψή σου όταν το σώμα που τον αγάπησε έγινε στάχτη, όταν τα χείλη που του τραγούδησαν πρώτη φορά για έρωτες έχασαν τη γλυκιά υφή τους, όταν οι αναμνήσεις που κουβάλησες σε αρχαία φυλαχτά γίναν ανούσιες, όταν έπαψες να είσαι το κορίτσι που οι ανέμοι θαύμαζαν. Όταν πρόδωσες το οξυγόνο που σε αγκάλιαζε σαν κόρη.
Άσε τη σάρκα σου να τον αγγίξει όσο το μυαλό είναι αναίσθητο. Γίνε η στάχτη του, με λύπη που δεν ένιωσες ούτε τον πόνο που θα πρόσφερε η εξουσία που έχει πάνω σου. Η σπίθα του δε θα σβήσει, παρά την έλλειψή σου. Θα καταπιεί ελάφια, θηρευτές, γυναίκες άλλες. Τουλάχιστον μπόρεσες να εξασφαλίσεις την ευτυχία αυτουνού που πίστεψες την άξιζε περισσότερο από κάθε ήμερο τζάκι που δίνει θέρμη στις οικογένειες γύρω του.
Πόσα λάθος "πιστεύω" είχες; Πίστεψες θα ανύψωνες την ουσία του με τον εξαίσιο χορό σου. Θα τον κατάφερνες να σηκωθεί, να σταθεί όρθιος σαν μουσική, να οδηγήσει τα αδέξια βήματα. Ενώ σε προειδοποιούσαν πως καμιά αγάπη δεν ανυψώνει τους καταδικασμένους άνδρες, αυτούς που έχουν πουληθεί σε ασωτίες, που κάνουν κρυφά τις χειραψίες με τους διαβόλους. Αυτούς, που έχασαν οριστικά το ακτινοβόλο πνεύμα, πρωτού καν εμφανιστείς.
Αφελής, μικρή καλλιτέχνιδα που ήθελες να ζωγραφίσεις τα αστέρια σου σε άδειο καμβά. Δεν ήταν η ώρα σου να ξυπνήσεις. Επιπόλαιη, που ξέχασες τους αρχικούς σου στόχους, λες και θα νικούσες σ' ένα παιχνίδι σαν αυτό. Συγγνώμη, μα ο Θάνατος, γλυκιά μου, σε ερωτεύτηκε.
Αθήνα, 15/4/2020
VOUS LISEZ
ὕμνων πτυχαί [✓]
PoésieΕνας πυρετος στο αίμα μια θηλιά στο λαιμό μηνίγγια που βροντοχτυπούν φωνές που σε προστάζουν κρύψου σ' ακούν τα θηλυκά φωνήεντα να στριγκλίζουν στο σκοτάδι διάττοντες ν' αργοπεθαίνουν χρώματα να στροβιλίζουν κι η διάγνωση κατηγορηματική ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ Γ...