Κεφάλαιο 23ο

4.6K 419 47
                                    

ΜΕΡΙΑ ΟΔΥΣΣΕΑ

"Συγνώμη!" ψιθυρίζει καθώς απομακρυνόμαστε τόσο ώστε απλά να μην ακουμπάνε τα σώματα μας. Εξακολουθώ όμως να νιώθω την ανάσα της.

"Και εγώ συγνώμη." λέω και γουρλώνει τα μάτια της.

"Για ποιο πράγμα;" ρωτάει παραξενεμένη.

"Που δεν κατάλαβα νωρίτερα ότι ήσουν εσύ..." λέω και σκύβει το κεφάλι λυπημένη. Δαγκώνει το κάτω χείλος της και είμαι σίγουρος πως το κάνει για να μην κλάψει, αλλά τα βουρκωμένα της μάτια την προδίδουν.

"Σε είχα μπροστά μου και δεν το πήρα χαμπάρι... Συγνώμη." μουρμουρίζω και χαμογελάει. Δεν ξέρω πως ή γιατί, αλλά το επόμενο δευτερόλεπτο η Αλίκη είχε κολλήσει τα χείλη της στα δικά μου και με φιλούσε. Μηχανικά το στόμα μου ανταποκρίθηκε στο φιλί της και οι γλώσσες μας ξεκίνησαν το δικό τους παιχνίδι. Όταν συνειδητοποίησα τι κάνω, σαστισμένος τραβήχτηκα. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει... Απλά θέλω να πάμε τα πράγματα πιο χαλαρά ειδικά τώρα που έμαθα όλη την αλήθεια. Πρέπει να με κάνει να την ξανά εμπιστευτώ.

"Εμ... Αλίκη... Εγώ..." σαστίζω. Με κοιτάει ανήσυχη και στρέφει το βλέμμα της μακριά από το δικό μου. Θέλω να την σφίξω στην αγκαλιά μου και να της πω όλα όσα αισθάνομαι για εκείνη. Να της πω, ότι δεν θα την αφήσω ποτέ... Αλλά δεν γίνεται. Όχι ακόμα τουλάχιστον.

"Οδυσσέα είναι εντάξει κατάλαβα!" λέει ξεψυχισμένη και κάτι μέσα μου έσπασε. Δεν μπορώ να την βλέπω σε αυτήν την κατάσταση.

"Όχι εγώ..." με διακόπτει.

"Είπα είναι εντάξει!" μουρμουρίζει κοφτά.

ΤΕΛΟΣ ΜΕΡΙΑΣ ΟΔΥΣΣΕΑ

Τραβιέται από το φιλί μας και κοκαλώνω. Γιατί τραβήχτηκε; Δεν του αρέσω πια;

"Εμ... Αλίκη... Εγώ..." διστάζει. Φυσικά και διστάζει να μου πει ότι δεν με θέλει. Σιγά μην με ήθελε.

"Οδυσσέα είναι εντάξει κατάλαβα!" λέω άψυχη και κοιτάω οπουδήποτε αλλού εκτός από το εξεταστικό του βλέμμα.

"Όχι εγώ..." τον διακόπτω. Δεν χρειάζεται να μου το πει, το κατάλαβα λέμε.

"Είπα είναι εντάξει!" τον αποπαίρνω κοφτά. Παιρνάνε λίγα λεπτά και ύστερα σπάω την σιωπή πρώτη.

"Θα τα πούμε την Δευτέρα;" προτείνω και χαμογελάει ελαφρά.

"Ναι, θα τα πούμε την Δευτέρα!" συμφωνεί και γνέφω καταφατικά ευχαριστημένη. Είναι καλύτερα να είμαι φίλη του από το τίποτα σωστά;

[...]

Κάθομαι και εγώ δεν ξέρω πόση ώρα στον καναπέ, μόνη μου και πίνω ότι αλκοολούχο ποτό βρίσκω κατά συχνά -πολύ συχνά για την ακρίβεια- διαστήματα. Το κεφάλι μου πονάει έντονα και ο χώρος γύρω μου γυρίζει. Οδυσσέας στέκεται περίπου έξι μέτρα μακριά μου και συχνά πυκνά με τσεκάρει αγχωμένος αλλά ποτέ δεν κάνει κίνηση να με πλησιάσει, να δει έστω τι κάνω, αν είμαι καλά. Προφανώς και δεν τον ενδιαφέρω τελικά όσο νόμιζα. Όμως το προβληματισμένο του βλέμμα μου δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Μου δείχνει ότι ενδιαφέρεται και ότι ανησυχεί. Αλλά αν ίσχυε αυτό δεν θα έκανα κάποια, οποιαδήποτε βασικά κίνηση να με ελέγξει; Πιθανόν ναι, οπότε δεν με νοιάζεται αρκετά για να το κάνει.

"Αλίκη! Αλίκη!" αναφωνεί ξάφνου ενθουσιασμένη η Βανέσσα τρέχοντας προς το μέρος μου.

"Αλίκη δεν θα τ-" κάνει παύση καθώς αντικρίζει σε τι κατάσταση βρίσκομαι. Αυτή ακριβώς την στιγμή στηρίζω το κεφάλι μου στον ώμο του καναπέ και κουνάω πάνω-κάτω τα μάτια μου ρυθμικά με το αντίστοιχο τραγούδι που ακούγεται.

"Είσαι μεθυσμένη;" ρωτάει το προφανές και κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. Το γνωρίζω ότι είμαι και το ίδιο κάνει και η Βανέσσα απλά το σώμα μου αυτήν την στιγμή δεν υπακούει στις εντολές του μυαλού μου.

"Γιατί ήπιες;" ρωτάει και στριφογυρίζω τα μάτια μου στην ανόητη ερώτηση της. Το καταλαβαίνει και την διορθώνει "Εννοώ τι έγινε Αλίκη!". Την αγνοώ παντελώς και κοιτώ πίσω της, παρατηρώντας μια σκοτεινή φιγούρα να πλησιάζει προς το μέρος μας.

"Λοιπόν θα μου πεις;" πιέζει αλλά για ακόμα μια φορά την αγνοώ. Αυτήν την φορά όμως, όχι γιατί η ερώτηση της μου φαίνεται άσκοπη αλλά επειδή η σκοτεινή φιγούρα που πριν λίγο πάλευα να αναγνωρίσω, πλέον στέκεται μπροστά μου με ανοιχτές αγκαλιές περιμένοντας με.

"Έκτορα;" αναφωνώ έκπληκτη που τον αντικρίζω μπροστά μου και πέφτω στην αγκαλιά του.

"Πότε ήρθες; Πώς ήρθες; Ή μάλλον γιατί ήρθες;" τον βονβαρδίζω με ένα σωρό ερωτήσεις και γελάει.

"Κάτσε κάτσε, μία μία τις ερωτήσεις μικρή!" με προστάζει χαμογελώντας και σπάει την αγκαλιά μας. Ουάου ξέχασα αυτό το φανταχτερό χαμόγελο. Ο Έκτορας ήταν το πρώτο αγόρι που μου άρεσε ποτέ. Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος μου και γνωριζόμαστε μέσω των γονιών μας όπου είναι οικογενειακοί φίλοι. Είχαμε φιλοξενήσει προπέρσι το καλοκαίρι εκείνον και τους γονείς του για περίπου δύο μήνες και είχαμε γίνει αυτοκόλλητοι, παρ' όλο που εκείνος ήταν δεκαοχτώ και εγώ ίσα ίσα που είχα κλείσει τα δεκαέξι. Ήμασταν συνεχώς μαζί και λίγες μέρες πριν φύγει του αποκάλυψα το ενδιαφέρον μου για αυτόν. Προς μεγάλη μου έκπληξη τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και οι σχέσεις μας υπεραίβησαν το φιλικό επίπεδο αλλά αυτή η ιστορία δεν κράτησε πολύ αφού εκείνος θα έφευγε για να σπουδάσει. Αλλά να που τώρα, δύο χρόνια αργότερα βρίσκεται μπροστά μου, πιο όμορφος από ποτέ...

Undiscovered loveDonde viven las historias. Descúbrelo ahora