~Nα μου λείπει!~

124 13 0
                                    

"Κι εγώ σε αγαπάω γαμώτο!" ψέλλισε εκείνος ξαφνιάζοντας την κοκκινομάλλα κοπέλα. Η Άννα έμεινε να κοιτάει τον πληγωμένο Διάβολο. Τα καυτά δάκρυα του έτρεχαν βρέχοντας απαλά την πόρτα. Αρκετή ώρα μετά σήκωσε το σώμα του από την πόρτα και τα κόκκινα πρησμένα , από κλάμα, μάτια του κοίταξαν τα πράσινα μάτια της Άννας.

"Τώρα καταλαβαίνω την αντίδραση σου όταν σου είπαμε την αλήθεια" είπε με πίκρα εννοώντας τον Άρη και πήγε να βγει από τον χώρο. Το λεπτό, όμως, χέρι της Άννας τον σταμάτησε.
"Σε καταλαβαίνω." είπε με πίκρα και εκείνη "Πρώτη φορά είδα την κολλητή μου τόσο χαρούμενη. Και αυτό το πάθαινε μόνο όταν ήταν μαζί σου!" συνέχισε αφήνοντας το χέρι του.

Δεν ένιωθε φόβο πια για αυτόν. Δεν ένιωθε ανασφάλεια κοντά του. Ήξερε τώρα πια με ποιανού την πλευρά ήταν. Με της αγάπης και της εκδίκησης. Μέχρι εχθές αυτά τα δύο πράγματα στο μυαλό της δεν ταίριαζαν. Σήμερα όμως άλλαξε γνώμη βλέποντας τον. Αν αγαπάς κάτι, εκδικείσαι για αυτό! 

"Ξέρεις..." άρχισε εκείνος "Εγώ δεν σε καταλαβαίνω! Βασικά δεν καταλαβαίνω τον Πατέρα μου." είπε και η Άννα σχημάτισε ένα παραξενεμένο βλέμμα "Έλεγε πως ο Άνθρωπος είναι το αγαπημένο Του δημιούργημα. Παρόλα αυτά, σας βασανίζει κάνοντας σας να νιώσετε!" είπε και βγήκε από τον χώρο.

-

"Καμέλια;" ρώτησε η Άννα μετά από 3 ώρες "Καμέλια!" είπε πιο δυνατά γνωρίζοντας πως την ακούει. Η κοκκινομάλλα κοπέλα ελαφρός ενοχλημένη πήγε να ανοίξει με δύναμη την πόρτα αλλά την είχε κλειδώσει. 
"Καμέλια δεν μπορείς να είσαι εκεί για πάντα!" φώναξε απελπισμένη και το μόνο που άκουσε ήταν το μούγκρισμα της.

Την κλειστή πόρτα διαπέρασε λεπτά ποιο μετά ο ήχος του ντους, που άνοιξε προσπαθώντας να ξεγελάσει την Άννα. 

"Καμέλια ξέρεις πως δεν πιάνουν αυτά σε εμένα!" φώναξε εξαγριωμένη. Αφού δεν πήρε καμία απάντηση έτρεξε και έβγαλε το αντικλείδι από ένα κουτάκι στην κουζίνα. Δεν την βρήκε στο δωμάτιο και άνοιξε με φόρα την πόρτα του μπάνιου.

Την βρήκε καθισμένη στην λεκάνη της τουαλέτας με ένα ξυράφι στα χέρια. Τα μάτια της είχαν μείνει ανοιχτά και το αίμα κύλαγε στο πάτωμα από τις κομμένες φλέβες της. Το θέαμα έκανε την Άννα να βγάλει μια έντρομη τσιρίδα.

Η όμορφη Καμέλια... καθισμένη, πλέον νεκρή, στην λεκάνη της τουαλέτας κρατώντας με το ένα της χέρι το φονικό όπλο. Τα καφετί αμυγδαλωτά μάτια της ορθάνοιχτα και το κεφάλι της πεσμένο και στερεωμένο νεκρά πάνω στον κρύο τοίχο κοιτώντας προς το ταβάνι. Η ασταμάτητη λίμνη από αίμα είχε βρέξει όλο το πάτωμα μαζί με τα αθλητικά της Άννας. Η βρύση συνέχισε να τρέχει μέχρι να ξεχειλίσει από την κλειστή τάπα.

Η Άννα φώναξε έντρομη ένα ασθενοφόρο για την αδικοχαμένη φίλη της. Μόλις ήρθε έτρεξε και βρήκε, στην γνωστή αποθήκη, τον Αχιλλέα. Την είχε πάει η Καμέλια μια μέρα σε περίπτωση που συμβεί κάτι. Και συνέβη...

"Μαλάκα έπρεπε να την προσέχεις!" ούρλιαξε ο Διάβολος και την πήρε αγκαλιά για να πετάξουν μέχρι το νοσοκομείο. 

Δύο ώρες αργότερα ο χειρουργός βγήκε και είπε πως δεν υπήρχε ελπίδα για την καστανή Καμέλια. Οι φλέβες είχαν αποστραγγίσει και μαζευτεί, τόσο που ήταν αδύνατον να τις ενώσουν.
Τα μάτια των φίλων της γέμισαν δάκρυα καθώς του είχε φωνάξει όλους η Άννα.

"Καλός ήρθες! Σε περιμέναμε πολύ καιρό" της είπε ο Άγιος Ιωάννης. Εκείνη κοίταξε τον χώρο και ρώτησε
"Γιατί είμαι εδώ;" 
"Ζυγίσαμε τις αμαρτίες σου και τις μετάνοιες σου! Βάση αυτών θα έπρεπε να ήσουν στο μέρος που τόσο λαχταράς να πας. Όμως ζυγίσαμε και την ψυχή σου η οποία 'έσπασε' την ζυγαριά. Για αυτό είσαι εδώ." της απάντησε και την πέρασε από τις πύλες
"Την προηγούμενη φορά γιατί δεν ήρθα εδώ;"
"Δεν σου άξιζε." απάντησε και προχώρησαν
"Που με πας;" απόρησε για εκατοστή φορά 
"Να μιλήσεις μαζί Του" είπε και την άφησε μόνη της.
"Γεια σου παιδί μου" Τον άκουσε να λέει δευτερόλεπτα αργότερα
"Γεια σας" είπε τρομαγμένη
"Μην φοβάσαι! Θα προσπαθήσω να σου προσφέρω ότι μπορώ μέχρι να περάσεις χαρούμενη αιωνιότητα. Σε λίγο θα σε επισκεφτούν και οι συγγενείς σου" 
"Αυτό που θέλω όμως δεν μου το προσφέρατε" απάντησε
"Εγώ; Εσύ είπες όχι" της απάντησε και την άφησε μόνη.

-

"Αύριο είναι η κηδεία" ενημέρωσε κλαμένα η Άννα τους φίλους της.
"Είχε κάτι;" ρώτησε κλαίγοντας η μητέρα της νεκρής κοπέλας θέλοντας να μάθει τον λόγο της αυτοκτονίας
"Όχι" απάντησε ψέματα η Άννα και κοίταξε τον Αχιλλέα
"Τουλάχιστον πήγε στον Παράδεισο..."

Ο Αχιλλέας καθόταν μόνος του σε μια γωνία. Σκεφτόταν. Ήθελε τόσο πολύ να πάει να την επαναφέρει αλλά το σώμα της θα θαβόταν κάτω από το χώμα. Δεν μπορούσε να το κάνει μέχρι αύριο...

"Λυπάμαι" είπε ο Σαμανδιριήλ μόλις σταμάτησε τον χρόνο και κάθισε δίπλα του
"Πήρατε αυτό που θέλατε" είπε ψυχρά
"Μα ποτέ δεν θέλαμε να πεθάνει!"
"Τότε!;" φώναξε και έπεσαν και άλλα δάκρυα
"Εκείνη το έκανε στον εαυτό της. Εμείς εσένα θέλαμε να στείλουμε στην κόλαση" απάντησε
"Θέλω να την δω!" ούρλιαξε
"Δεν γίνετε! Πάντως έχεις μια προσφορά από τον Αρχάγγελο Μιχαήλ."
"Να μου λείπει" είπε και σκούπισε μερικά δάκρυ
"Αν γυρίσεις πίσω, θα την έχεις μαζί σου"
"Για να την βλέπω να βασανίζετε!; Σου είπα. Να μου λείπει!" είπε επιθετικά καθώς ο χρόνος ξανά ξεκίνησε.



To be continued...

Ερωτευμένη Με Τον Διάβολο!Where stories live. Discover now