«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου ανήκεις, και ότι είναι δικό μου δεν το αγγίζει κανείς άλλος, πέρα από εμένα», είπε σαρκαστικά κάνοντας κάποια βήματα προς εμένα, μειώνοντας την απόσταση μας. «Είσαι τρελός», μουρμούρισα, αν και δεν ξέρω αν με άκουσε, ή απλά επέλεξε να με αγνοήσει. «Τώρα μπες στο αμάξι, μη με αναγκάσεις να σε πάω σηκωτη, ξέρεις πως θα το κάνω», με απειλεί και το σκέφτομαι λίγο. Όντως θα το κάνει, τον ξέρω. Προχωράει και μου κάνει νόημα να μπω στο αυτοκίνητο του, ρολαρω τα μάτια μου και τον ακολουθώ βαριεστημένα, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω μέσα. «Καλό κορίτσι». Χαϊδεύει το μπούτι μου. Πιάνω το χέρι του. Μου χαρίζει ένα στραβό γελάκι όμως του κόβεται μόλις πετάω το χέρι του μακριά. «Και δύσκολη; Μ'αρέσει». Και το χαμόγελο τζόκερ ξανά κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπο του Στέφανου, ο οποίος είναι και επισήμως για δέσιμο. Τι θα κάνω με αυτόν;