Σκουριά

204 11 0
                                    

"Έλα τώρα, δεν έχω τίποτα παραπάνω απο τη ζακέτα μου για να φορέσω τώρα. Άλλη φορά." Είπε ο Αποστόλης και κοίταξε στον ορίζοντα, στις φωτιές που υπήρχαν εκεί κάτω στο δρόμο της Πανεπιστημίου.

"Γαμιέσαι. Καλά, να πάμε στη πορεία άυριο. Άμα γουστάρετε και του βραδιού." Είπε η Κατρίνα και ο Στέφανος  κοίταξε με τα φρύδια του σηκωμένα. "Τι;"

"Τίποτα. Απλά θα χαρώ πολύ να γυρίσω στη μάνα μου με μελανιές και αίματα." Είπε ο Στέφανος και στρίψανε απο τη πλατεία για να αποφύγουν τα χημικά.

"Ε, Στέφ." Είπε ο Ιορδάνης και την στιγμή που γύρισε για να κοιτάξει τον Στέφανο, αλλά εκείνος και η Κατερίνα  βγάζανε μια φωτογραφία αγκαλιά. Αναστέναξε βαριά και χαμογέλασε, κοιτώντας μπροστά για να προχωρήσει.

"Έλα. Πάμε επιτέλους." Είπε ο Γιώργος που έτσι κι αλλιώς αυτός έβγαζε τη φωτογραφία, και πήγαν στο πεζόδρομο, για να κάτσουν στο πεζουλάκι τους.

"Σόρρυ, αλλά τουλάχιστον έχω κορίτσι." Είπε ο Στέφανος και έβγαλε τη γλώσσα του.

"Και εγώ έχω, αλλά τα κανονικά κορίτσια δεν βγαίνουν για βόλτα στις 12 το βράδυ."είπε ο Γιώργος και η Κατρίνα γέλασε.

"Ναι, η γκόμενά σου από το χωριό είναι;" Κορόιδεψε. "Ώπα, μπατσικό." Είπε και κοίταξε γύρω γύρω για να δεί ένα περιπολικό στο βάθος να σταματά.

"Κωλόμπατσε; Τον πέρνεις;" Φώναξε ο Αποστόλης. Οι αστυνομικοί τους κοίταξαν σοβαροί και έμειναν ακίνητοι να τους κοιτάνε.

"Εσύ το 'πες αυτό μικρέ;" Είπε και τον κοίταξε με το δάχτυλό του να τον δείχνει.

"Τι κι αν το είπε ρε γουρούνι;" φώναξε ο Στέφανος και πρίν γίνει τίποτα άλλο, ο αστυνομικός τέντωσε το χέρι του, και όλοι τους κουφάθηκαν απο ένα πυροβολισμό.

Ο Ιορδάνης σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο, το ίδιο και ο Στέφανος.

"Στέφανε!" Ούρλιαξε ο Ιορδάνης και όλοι γύρισαν να δούν τον Στέφανο με τα μάτια κλειστά, τον Ιορδάνη να φωνάζει, και την Κατερίνα να γονατίζει δίπλα.

Τον σκότωσαν.

Τον σκότωσαν!

Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την ΝύχταWhere stories live. Discover now