Ανατροπή

227 12 1
                                    

"Τι φάση;" Είπε ο Χρήστος όταν βγήκαμε αξιοπρεπέστατα από το κτήριο. Βγήκαμε στο δρόμο και πήγαμε πίσω στα Εξάρχεια.

"Έχω ένα μπάρμπα που είναι μπάτσος." Είπα και γελάσαμε με τα ματωμένα μας πρόσωπα. Μπήκαμε στο τελευταίο μετρό που ήταν άδειο, και κατεβήκαμε στην Ομόνοια.

Ο Χρήστος έβγαλε μέσα από το παντελόνι του το κινητό του και το ενεργοποίησε. Είχε είκοσι αναπάντητες κλήσεις από τον Λουκά, και άλλες τόσες από αγνώστους αριθμούς. Όσο περπατάγαμε ο Λουκάς απάντησε.

"Ρε παλιομαλάκα τι έγινε;!" Φώναξε τόσο δυνατά που τον άκουσα και εγώ. Αποφύγαμε τα μπάχαλα που συνέχιζαν κι φτάσαμε στο σπίτι της Κατρίνα. Ανεβήκαμε τις σκάλες και στο διαμέρισμα περίμεναν όλοι αναψοκοκκινισμένοι και τρομαγμένοι.

Έπεσαν πάνω μας και άρχισαν να μας αγκαλιάζουν.

"Τι συνέβη ρε; Σας βαρέσανε; Είστε καλά;"

"Μια χαρά είμαστε. Μας πήγαν ΓΑΔΑ αλλά μας άφησαν γιατί έχει ένα θείο μπάτσο η Εβελίνα." Είπε ο Χρήστος και με κοίταξαν και γέλασαν.

"Τυχερούληδες." Είπε ο Σαλάχης και η Τζόκερ με κοίταξε.

"Θες να τη πέσουμε;" Είπε. Έγνεψα και πράγματι ήθελα μονάχα να κοιμηθώ. 

Πήγαμε στο δωμάτιο της και μου έδωσε καθαρά ρούχα να φορέσω και μπήκα κάτω από τα σκεπάσματα.

"Μαλακία μέρα." Είπα και έκλεισε το φως.

"Ε, αυτά έχει ο αγώνας." Είπε και σκεπάστηκε. "Έχει και καταστολή αλλά έχει και λευτεριά."

"Τι θα κάνουμε με τον Ιορδάνη;" Ρώτησα κι δεν μίλησε για αρκετά δευτερόλεπτα.

"Πες με τρελή αλλά δεν το πιστεύω πως συνέβει."

Ο ήχος κλήσης μου με ξύπνησε το επόμενο πρωί. Έφευγα από το σπίτι για τη πρακτική στις εννιά παρά, αλλά ήταν εφτά το πρωί.

"Παρακαλώ;"

"Καλησπέρα κυρία Ανθούση, σας καλούμε από τη Γενική Διέυθηνση της αστυνομίας. Θα θέλαμε να περάσετε στο αστυνομικό τμήμα Χολαργού. Μην ανησυχήσετε, μόνο μερικές ερωτήσεις θέλουμε να κάνουμε."

"Βεβαίως." Είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Δεν πρόκειται να είχε πράγματι πεθάνει. Ήταν πολύ αναπάντεχο. Ντύθηκα και πήρα ταξί περνώντας μέσα από τα μπάχαλα που ακόμα συνεχίζονταν. Κατέβηκα στο σπίτι μου στο Κερατσίνι και πλήρωσα. Είχα να πάω σπίτι μέρες. Η μάνα μου άνοιξε τη πόρτα με αλέυρι στα χέρια της και χαμογέλασε.

Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την ΝύχταDove le storie prendono vita. Scoprilo ora