Οι άκαρδοι βάνδαλοι

450 21 17
                                    

Η ημέρα κύλησε δραματικά αργά.

Όταν σταμάτησα μπροστά απο τη πόρτα οι αστυνομικοί με κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω.

"Μπορείς να αδιάσεις τις τσέπες σου λίγο;" Είπε ο αστυνομικός, και έδειξα τις τσέπες μου που ήταν εντελώς άδειες εκτός από το κινητό μου. "Θα το κρατήσουμε εμείς αυτό." Είπε και το πήρε μέσα από το χέρι μου χωρίς να με ρωτήσει. Μου άνοιξε τη πόρτα και μπήκα μέσα χωρίς να μιλήσω καθόλου.

"Πως έισαι;" Ρώτησα. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο λίγο αφηρημένος.

"Έχω υπάρξει και καλύτερα." Είπε και κατάλαβα πριν μιλήσει πως σήμερα ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. "Μόνο λίγη παρέα θέλω γαμώτο. Σήμερα οι μπάτσοι είναι διαφορετικοί και είναι πολύ απότομοι."

"Εμένα μου πήραν το κινητό μου." Είπα καθώς τύλιγα το περιβραχιόνιο στο χέρι του. "Σήμερα θα γίνει πορεία για εσένα."

"Μου το είπαν. Νιώθω περίεργα." Είπε και γέλασε.

"Γιατί;"

"Ξέρεις, είχα συνηθίσει να είμαι απλά ένας συγκρουσιακός αναρχικός, αλλά τώρα νιώθω σαν σύμβολο. Μετά από όταν δολοφονήθηκε ο κολλητός μου από το κράτος σύμβολο είμαι. Και είναι λίγο περίεργο. Θέλω να είμαι μόνο ένας αγωνιστής, όχι κάτι εικονικό."

"Ο αγώνας είναι εικονικό πράγμα. Οι πράξεις είναι μερικές χειροπιαστές, αλλά οι πιο σημαντικές και αυτές που αφήνουν ιστορία είναι εικονικές. Συμβολικές να λέμε καλύτερα. Όλοι είναι μαζί σου. Όλοι σε υποστηρίζουν και αυτό που απαιτείς είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα. Δεν ζητάς κάτι παράλογο. Απλά να σου συμπεριφερθούν ως απλό πολίτη όχι ως κωλόπαιδο."

"Μα ένα κωλόπαιδο θέλω να είμαι. Ένας κουκουλοφόρος. Ένας αγωνιστής. Δεν είμαι φιλήσυχος πολίτης και δεν ήμουν ή ήθελα να είμαι ποτέ." Είπε και βούρκωσε. Οι παλμοί του ανέβηκαν και του έβγαλα το βραχιόλι και σημείωσα τη πίεση του. Έδωσα το ποτήρι νερό και του άδειασα τις βιταμίνες στη χούφτα του. Άλλαξα και τον όρο ενώ έκλαιγε.

"Τι κάνετε τόση ώρα;" Φώναξε ο αστυνομικός απέξω.

"Τη παίζω και με κοιτάει, θες να πάρεις μάτι;" Φώναξε. Έπνιξα το γέλιο μου και του έκανα νόημα να σταματήσει.

"Μη τους νευριάζεις. Ψάχνουν ευκαιρία." Είπα και ο αστυνομικός άνοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα νευριασμένος.

"Να μιλάς καλύτερα, μαλακισμένο. Γαμώ τη μάνα σου, πήρες και φόρα."

"Μη του μιλάς έτσι." Είπα και ο αστυνομικός με κοίταξε.

"Εσύ να μη μου μιλάς στον ενικό. Ποιός σου έδωσε το δικαίωμα;" Είπε.

"Δεν σου οφείλω τίποτα, ούτε σε φοβάμαι."

"Θες να σε κάνω να φοβηθείς;" Είπε φωνάζοντας.

"Θα πειράξεις το κορίτσι ρε; Πας καλά;" Είπε ο Ιορδάνης, και μπήκε μέσα με φόρα ο συνεργάτης του αστυνομικού.

"Έλα, κόψε. Γκάλη, σκασμός. Και εσύ, νοσοκόμα, δεν θες να μιλήσω στο διευθυντή σου." Είπε ο συνάδελφος του και βγήκαν και οι δύο έξω.

"Πως τους αντέχεις;" Ρώτησα και ο Ιορδάνης κούνησε το κεφάλι του σαν να λέει, "δεν ξέρω". "Πρέπει να φύγω. Τελειώνει η βάρδια."

"Εντάξει." Είπε. "Μπορώ να σου ζητήσω κάτι λίγο περίεργο;"

"Βεβαίως."

"Μπορείς να μου κάνεις μια αγκαλιά;" Είπε ντροπαλά και χωρίς να διστάσω τον αγκάλιασα και του χάιδεψα τη πλάτη.

"Όποτε θες να μου ζητάς αγκαλιά." Είπα και χαμογελάσαμε. Του έγνεψα γειά, και βγήκα από το δωμάτιο.

Η αγκαλιά με έκανε να νιώσω περίεργα. Όχι με τον άσχημο τρόπο, αλλά με έναν ενθουσιασμό που νιώθαμε όταν μας άρεσε ένα αγόρι ή ένα κορίτσι στο σχολείο. Καταλάβαινα σιγά σιγά, πως ο Ιορδάνης δεν ήταν ένα στερεότυπο. Δεν ήταν ένας αγρίκος ληστής, αλλά ένα παιδί που του έλειπαν πολλά, αλλά κυρίως επειδή κάποιοι του τα είχαν πάρει.

Άλλαξα ρούχα και έφυγα από το νοσοκομείο πηγαίνοντας προς το κέντρο της πόλης, όπου γέμιζε με διαδηλωτές.

Κατέβηκα από το μέτρο, και κοίταξα τριγύρω, βλέποντας τον Λουκά να κρατά σημαία και να με χαιρετά.

Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την ΝύχταWhere stories live. Discover now