"Καλό βράδυ κορίτσια." Είπα στις κοπέλες που αναλάμβαναν την βραδινή βάρδια και περπάτησα μέχρι τη στάση του μετρό.
"Έλα για καφέ μαζί μας άυριο στο ρεπό. Μην απομονώνεσαι."
Η αλήθεια είναι πως απομονώνομουν. Σχολή, πρακτική, χαζές συζητήσεις με ρηχά άτομα και διάβασμα στο σπίτι. Ξέφευγα με το να πηγαίνω στο παρκάκι, να πίνω λίγη μπύρα και να χαζεύω τα πορτοκαλί φώτα και την πόλη που κοιμάται. Μόνη, γιατί δεν ήθελα πάντα παρέα. Είχα την ειρήνη με τον εαυτό μου ώστε να κάτσω σε πλήρης αρμονία με τις σκέψεις μου. Σίγουρα, είχα να σκεφτώ τα μικρά μου θεματάκια, όπως όλοι, αλλά εκτιμούσα την ήρεμη ζωή μου. Ωστόσο η ηρεμία είναι υποκειμενική.
Γυρνώντας απο το νοσοκομείο, έκανα αυτό που έκανα συνήθως. Κρασί απο το περίπτερο στα όρια του ξυδιού και η συντροφιά απο τις γάτες τις γειτονιάς. Κάθισα στα σκαλάκια της εκκλησίας, με τα ρούχα της δουλειάς και ήταν σαν να επισκιάστικα απο το ύψος κάποιου.
"Γαμώ το σπίτι. Η Εβελίνα." Γέλασε και δεν ήταν κανείς άλλος από τον Λουκά, παιδικό φίλο που έχανα και ξαναέβρισκα, μα έιχα να τον δώ απο το λύκειο. Ο Λουκάς και εγώ είχαμε κάνει διάφορες "αλητείες", μα ήταν σχεδόν αναγκαίο όταν ήσουν στην ηλικία μας. Νεύρα, πράγματα που θέλουμε να πούμε αλλά κανείς δεν ακούει, απέχθεια για γονείς και δασκάλους που μας λένε τι να κάνουμε. Θέλαμε να είμαστε παιδιά αλλά και ενήλικες ταυτόχρονα, θέλαμε να κάνουμε χάλια γκράφιτι και να πίνουμε αλκόολ και να προσποιούμαστε πως μας αρέσει και να λέμε πόσο μισούμε την αστυνομία μες τη μούρη της αστυνομίας με το να καταλήξουμε κλαίγωντας το τμήμα. Όλα αυτά ήταν αναγκαία για να μεγαλώσεις χωρίς απωθημένα. Είχα να δώ τον Λουκά απο όταν είχαμε βρεθεί στην ίδια παρέα. Ήξερα πως ήταν με ένα αγόρι, πολύ ευτυχισμένος και άνετος στην ταυτότητά του. Πάντα με καρφιά και ραφτά, και μοικάνα. Παρά το παρουσιαστικό του, ήταν ένας πρόσχαρος, γλυκύτατος άνθρωπος και πολύ ειλικρινής.
"Δεν σε αναγνώρισα. Τι κάνεις;" Είπα και τον έσφειξα στην αγκαλιά μου. Με αγκάλιασε τρυφερά και μου χάιδεψε τον ώμο.
"Μπαίνω σε μπελάδες." Μου γέλασε. Είχε αλλάξει αλλά και όχι ταυτόχρονα. Τώρα ήμουν εικοσί δύο και αυτός είκοσι τρία και η ζωή μας είχε αλλάξει μονοπάτια. "Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω βρε 'συ."
"Απο που έρχεσαι;" Ρώτησε ο Λουκάς δείχνοντας τα ρούχα μου.
"Απο δουλειά." Είπα. "Κάνω πρακτική στον Ευαγγελισμό."
"Ώχ. Εκεί δεν έχουν τον Γκαλή, τον αναρχικό;" Ρώτησε και του έγνεψα με ένα γελάκι.
"Είναι καλό παιδί." Απάντησα.
"Έχεις άμεση επαφή μαζί του;" Είπε και με κοίταξε δύπιστα. Μετά ακολούθησε ένα χαζό χαμόγελο και άνοιξε το κινητό του. "Δώσε μου τον αριθμό σου." Είπε.
"Αν μου πείς τι σκέφτηκες." Είπα και μου γέλασε.
"Σίγουρα δεν μπορώ να σου πώ απο εδώ." Είπε. Έγραψα τον αριθμό μου στο κινητό του και μου έσφειξε το μπράτσο.
"Τι έιναι;"
"Κάτι πολύ γαμάτο." Είπε και μου έγνεψε γειά και έφυγε με βιαστικό βήμα, προς το άλλο στενό.
YOU ARE READING
Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την Νύχτα
ActionΗ Αθήνα του εικοστού πρώτου αιώνα είναι σε αναταραχή. Ένας απεργός πείνας, μια ηχηρή απειλή για συνομωσία, εκλογές που πλησιάζουν, διαφθορά, φτώχεια και αστάθεια που σιγοβράζει μέσα στα τσιμέντα της. Μια ομάδα νέων και οργισμένων, παίζει κορόνα-γρ...