"Έχεις τα χαιρετίσματα της Κατρίνας. Θα ανταμώσετε σύντομα." Είπα και γέλασε.
"Επίσης πες στη κοριτσάρα μου."
"Τσακιστείτε λίγο." Είπε ο αστυνομικός που μπήκε μέσα φουριόζος και κοίταξε τον Ιορδάνη με απάθεια. "Και εσύ βάλε μπλούζα."
"Γιατί ρε, σε πειράζει;" Είπε ο Ιορδάνης. "Μήπως ζηλεύεις τους κοιλιακούς μου;"
"Κόψε τα αστειάκια γιατί θα σου σπάσω τη μούρη." Είπε και βγήκε από το δωμάτιο και κοπάνησε τη πόρτα κλείνοντας τη. Δεν μιλήσαμε καθόλου ενώ του έπερνα τη πίεση και άδειασα το ποτηράκι με τα φάρμακα στη χούφτα του. Τα ήπιε και με κοίταξε στα μάτια.
Μείναμε να κοιτιόμαστε και μου χαμογέλασε.
"Κρατάω το πρώτο μας φιλί για τη στιγμή που θα είμαι πραγματικά ελεύθερος." Ψιθύρισε και τον κοίταξα μέσα στα μάτια με ένα χαμόγελο έως τα αυτιά. Έφυγα με τη καρδιά μου να χτυπάει τόσο γρήγορα που νόμιζα πως θα έβγαινε από το στήθος μου.
Είμαι στο δρόμο για το σπίτι. Ο Μάνος θα φάει πακέτο.
Έλεγε το μήνυμα της Κατρίνα στο κινητό μου. Χαμογέλασα ενώ πήγαινα για ένα τσιγάρο, και υπέφερα την υπόλοιπη βάρδια.
Είχε σκοτεινιάσει έξω όταν έφτασε η ώρα να σχολάσω και έφυγα χωρίς να χαιρετήσω κανέναν, έτοιμη ξανά για σύγκρουση. Έπρεπε και κάποτε να το συνηθίσω.
"Έλα." Είπα απαντώντας το τηλέφωνο.
"Ψήσου να έρθεις για μπύρα στου Ψυρρή." Είπε. Χαιρόμουν που άρχισε να με συμπαθεί η Κατρίνα, και μπήκα στο μετρό.
"Έρχομαι. Σε κάνα μισάωρο θα είμαι εκεί."
"Μάλιστα. Σε περιμένω. Τα λέμε." Είπε και το έκλεισε. Ακόμα δεν είχα συνέλθει από την αναπάντεχη συνάντηση με τον Ιορδάνη. Προσπαθούσα να χωνέψω το ότι σε τρείς μέρες η ζωή που ήξερα είχε τελειώσει. Θα φεύγαμε να κρυφτούμε στην Ιταλία. Σε περίπτωση που θα ερχόντουσαν μπάτσοι θα δίναμε μάχη μέχρι θανάτου. Ίσως και να μην ξαναζούσα κανονικά ποτέ.
Κατέβηκα Μοναστηράκι και περπάτησα κατά μήκος της πλατείας. "Φτάνω." Είπα.
"Κομπλέ, είμαι σε ένα στενό και πάω να βγω Μοναστηράκι. Σε ένα μπαρ που το λένε "Γωνιακό" πάω. Σε κλείνω γιατί νομίζω κάποιος με ακολουθεί." Είπε και έκλεισε το κινητό χωρίς περαιτέρω εξήγηση.
"Έ, Κατρίνα;" Είπα όχι ακόμα ανήσυχη. Δεν απάντησε κανείς και πήρα αμέσως τον Μπίλυ.
"Τι έγινε ρε;" Είπε καταλαβαίνοντας πως για να τον περνώ εγώ τηλέφωνο κάτι κακό έγινε.
YOU ARE READING
Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την Νύχτα
ActionΗ Αθήνα του εικοστού πρώτου αιώνα είναι σε αναταραχή. Ένας απεργός πείνας, μια ηχηρή απειλή για συνομωσία, εκλογές που πλησιάζουν, διαφθορά, φτώχεια και αστάθεια που σιγοβράζει μέσα στα τσιμέντα της. Μια ομάδα νέων και οργισμένων, παίζει κορόνα-γρ...