"Μίλα ρε. Ποίοι ήταν στο κόλπο γαμώ τη μάνα σου;" Ρώτησε ο Μάνος τη στιγμή που μας πέταξαν στο πίσω κάθισμα ενός ακριβού αμαξιού. Πήγα να μιλήσω μόλις κατάλαβα τι εννοούσε ο Μάνος, μόλις πάτησαν το γκάζι και φύγαμε από τη γειτονιά.
"Ποιό κόλπο;" Ρώτησε η Κατρίνα, με απίστευτα καλή ερμηνεία της ανήξερης.
"Νομίζετε δεν ξέρουμε ποιοί ήταν στα γραφεία; Μου τα είπε ο Ελευθερίου, μαλακισμένο. Να μην ξεχνάμε επίσης το τι κάνατε στον Μάνο." Είπε ο οδηγός. Είδα τη Κατρίνα να σκάει ένα ένοχο χαμογελάκι έτοιμη να του πει κάτι προσβλητικό αλλά της έκανα νόημα πως δεν είναι η ώρα.
"Εμάς τι μας θες;" Είπε χαμογελαστή.
"Να σας σπάσω τον τσαμπουκά. Καλά να λες που δεν ήμουν εγώ εκεί γιατί αν είχα δει εσάς τα γυναικόπαιδα να μπουκάρετε θα σας είχα κεντήσει." Είπε εννοώντας πως θα μας είχε μαχαιρώσει.
"Μανώλη, το μουνόπανο εδώ γιατί μιλάει έτσι;" Είπε η Κατρίνα δείχνοντας τον οδηγό στον Μάνο.
"Α, και άντε γαμήσου, παλιοπουτάνα, που θα με λές εμένα μουνόπανο. Όταν σου σπάσαμε τη μούρη άλλα έλεγες." Είπε και ενστικτωδώς σχεδόν του έφτυσα μια χλέπα στο μάγουλο.
"Όταν του κόβαμε τα αρχίδια, άλλα έλεγες βλαχοκάγκουρα. Είχες καυλώσει κι όλας." Είπα και εξέπνευσε με ένα νευριασμένο βλέμμα. Η Κατρίνα με κοίταξε με το ένα φρύδι σηκωμένο και ένα ευχάριστα έκπληκτο χαμόγελο. Ο οδηγός συνέχισε να οδηγάει μέχρι που φτάσαμε σε ένα άδειο οικόπεδο της Αθήνας.
Με τράβηξε από τη μπλούζα μόλις βγήκε από το αμάξι. Δεν αναγνώριζα την περιοχή καθόλου έξω απο τα παράθυρα αλλά ήταν μια περιοχή με άδεια οικόπεδα γύρω γύρω, και προφανέστατα κανένα τρόπο βοήθειας απο άλλα άτομα. Η Κατρίνα βγήκε μετά από εμένα και την έσπρωξαν στο φουαγιέ της πολυκατοικίας πριν μας δει οποιοσδήποτε.
"Λέγε, ποιός μας έδωσε;" Με ρώτησε ταρακουνόντας με απ'το μπράτσο.
Η κυρία Κλεόνα τους είχε δώσει. Η μητέρα του Χρήστου. Τραγελαφικό που μια Αλβανίδα γυναίκα δούλευε καθαρίστρια σε γραφεία ακροδεξιού κόμματος, μα ήταν διακριτική και πολύ χαμηλών τόνων.
"Καλά ρε μπαγλαμάδες, δεν ξέρει τίποτα αυτή."
"Όντως δεν ξέρω τίποτα. Ταράχτε με και να πάω σπίτι μου." Είπα.
"Αφού επιμένεις." Είπε και άγγιξε την λεπίδα του κρητικού σουγιά πάνω στο στέρνο μου και άρχισε με απλές κινήσεις να χαράζει την σβάστικα πάνω στο δέρμα μου, ενώ εγώ δάγκωνα τη γλώσσα μου μπάς και πνίξω το πόσο έβραζα εκείνη τη στιγμή. Αρχέγονη σχεδόν πρακτική φόβου εναντίων μας, να μας χαράξουν το σύμβολο τους που όλοι σχεδόν μισούν.
CITEȘTI
Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την Νύχτα
AcţiuneΗ Αθήνα του εικοστού πρώτου αιώνα είναι σε αναταραχή. Ένας απεργός πείνας, μια ηχηρή απειλή για συνομωσία, εκλογές που πλησιάζουν, διαφθορά, φτώχεια και αστάθεια που σιγοβράζει μέσα στα τσιμέντα της. Μια ομάδα νέων και οργισμένων, παίζει κορόνα-γρ...