Μπουκάλι με Στουπί

258 15 1
                                    

"Ρε Εβελίνα, να πάρω ένα μπουκέτο λουλούδια να πας να το αφήσεις στον τάφο του;" Είπε και η φωνή του έσπασε καθώς άρχισε να κλαίει.

"Ναι." Είπα.

"Σε ευχαριστώ." Απάντησε όταν βγήκα από το δωμάτιο. Έφυγα βιαστικά διότι δεν ήθελα να τον δω να κλαίει άλλο, γιατί γεννιόταν μέσα μου η ανάγκη να τον προστατεύσω.

Άλλαζα ρούχα όταν μια από τις συμφοιτητριές μου με απέσπασε.

"Έχουμε αμόρε με τον βαρυποινήτη;" Είπε.

"Αυτό ακριβώς." Την ειρωνεύτηκα. Φόρεσα κανονικά ρούχα και βγήκα έξω νευριασμένη, μιας και σιχενόμουν το κουτσομπολιό.

Είχα συνεννοηθεί να έρθει να με πάρει ο Γιώργος ώστε να πάμε στον τάφο του Στέφανου. Η Κατρίνα και ο Χρήστος ήθελαν να τον επισκεφτούν πριν τη πορεία. Σταμάτησε το αμάξι μπροστά από το νοσοκομείο και μπήκα μέσα χωρίς να μιλήσω στην Κατρίνα.

"Να σταματήσουμε στο ανθοπωλείο. Ο Τζίμης ήθελε να του πάρω ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα να το αφήσω στο τάφο του." Είπα ενώ κρατήσαμε πολύ άβολη ησυχία μέσα στο αμάξι.

"Θα πάμε έτσι κι αλλιώς. Του έδωσες το χαρτί;" Ρώτησε η Κατρίνα, ευγενικά αυτή τη φορά.

"Ναι. Είναι μέσα. Λες και δεν θα ήταν." Είπα και χαμογέλασα. Γύρισε να με κοιτάξει και έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο που ήταν σχεδόν παιδικό. Φτάσαμε στο νεκροταφείο και όλοι μπήκαμε χωρίς να μιλήσουμε.

Η Κατρίνα περπατούσε το μονοπάτι με αργό βηματισμό, και ήξερα πως πρίν από έξι χρόνια, το φέρετρό του περνούσε ίσως αυτό το δρομάκι, και εκατοντάδες άτομα ακολουθούσαν πίσω. Κατάλαβα πως φτάσαμε στο μνήμα του, διότι ήταν ένας τάφος καλυμμένος με λουλούδια. Ακούμπησα την ανθοδέσμη του Ιορδάνη, και μετά τα δικά μου.

Η εικόνα του Στέφανου πάνω στο μνήμα δεν ταίριαζε με την περιγραφή του ατόμου που παρουσίαζαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ήταν απλά ένα αγόρι από την Αφρική. Με κατσαρά μαλλιά και μερικές τρίχες στο πιγούνι. Στην φωτογραφία χαμογελούσε δείχνοντας όλα του τα δόντια. 

Οι ειδήσεις μας έλεγαν πως ήταν ένας ταραχοποιός άνομος μετανάστης που ήρθε για να δείξει ασέβεια στις αξίες της Ελλάδας. Δεν μετράει που ήταν δεκαεφτά, δεν μετράει που όλοι οι μάρτυρες λένε πως ήταν μια δολοφονία αναίτια, μετράει μόνο το χρώμα του. Για αυτούς, έστω. 

Η Κατρίνα καθάριζε την εικόνα του με το μανίκι της και ρούφαγε τη μύτη της, που έτρεχε απ'το κλάμα. Έμεινα να την κοιτάω. Με μπέρδευε πολύ. Την μια στιγμή έπαιζε ξύλο με άντρες διπλάσιους από αυτή, μετά με έκανε να τρομάξω μόνο μιλώντας μου και την άλλη, έκλαιγε σαν μικρό παιδί.

"Δεν έπρεπε να γίνει έτσι." Είπε στον Γιώργο που αντί για να μοιραστεί τη θλίψη που μας είχε καταβάλλει, κοιτούσε κάτω από τα φρύδια του με οργή. Κούνησε το κεφάλι του και φίλησε τα δάχτυλά του και μετά τα ακούμπησε στο μάρμαρο.

Αντιλήφθηκα εκείνη τη στιγμή πια είναι η δουλειά μου από εδώ και πέρα. Να πάρω εκδίκηση για την ιστορία αυτού του κόσμου την οποία μας έκλεψαν. Εκδίκηση για κάθε νεκρό παιδί. Εκδίκηση για όποιον αθώο και για κάθε ένοχο.

Και η εκδίκηση μου ξεκινούσε από τώρα. Μέσα σε ένα κήπο γεμάτο πέτρινους θάμνους και πατούσα πάνω από κόκκαλα που κάποια από αυτά έπεσαν πολεμώντας.

Και εγώ λοιπόν, προφήτευσα, πως έτσι θα έπεφτα και εγώ.

Τα Πουλιά Δεν Κελαηδούν Την ΝύχταWhere stories live. Discover now