6.

181 8 0
                                    

Όλους τους ρόλους ερμηνεύει η Alissa Tseljøs.

Οπτική γωνία Κωνσταντή Σεβαστού.:

Κοροϊδευα την αδερφή μου, την Πηνελόπη, ότι την έκαναν ό,τι θέλουν οι γονείς μου κι εγώ ο ηλίθιος τι έκανα; Πήγα και πήρα την πιο ξυπισμένη, δήθεν, μνησίκακη νύφη από μόνος μου! Τουλάχιστον εκείνη, δεν τον ήθελε τον Κλεομένη. Μάλλον, κάνας σπουδαγμένος, θα έλεγε πως πήρα μια δεύτερη Μυρσίνη, επειδή η πρώτη δε μου δίνει την "πρέπουσα"—τι ηλίθια λέξη είναι αυτή— σημασία. Εγώ, που τέτοιες βλακείες δεν πιστεύω, λέω ότι απλά έκανα μια λάθος επιλογή. Δεν μπορώ καν να καταλάβω γιατί δεν την έχω χωρίσει ακόμα. Μια που με κολακεύει, μια που αρχίζει και κλαίει σαν παιδί, λέγοντας κάθε φορά, πως έχει αυτοεκτίμηση και δεν θα κλάψει, κι ύστερα σπάει μπροστά μου... Αυτά δεν τα αντέχω εγώ. Και μια που...δε θέλω να παραδεχτώ ότι έχω αισθήματα για....Όχι, για καμιά δεν έχω. Απλώς η Δρόσω ήταν τόσο όμορφη παρόλο που φορούσε αυτές τις γελοιότητες. Εγώ για να γελάσω με τους παλιόγερους μπήκα στον καμπαρέ, εκείνη τη μέρα. Που χαζεύουν κοριτσάκια, οι ξεφτιλισμένοι. Και αυτό που είδα...δεν το πίστευα. Με τη Δρόσω πάνω στη σκηνή να χαριετίζεται. Γιατί τραγούδι αυτό δεν είναι. Δεν μπορώ να τη βγάλω απ' το μυαλό μου. Ήρθα στα χωράφια μήπως ξεχαστώ. Να μη βλέπω ούτε Δόμνες, ούτε  Κυρά-Μυρσίνες, ούτε τίποτα. Εγώ και οι σκέψεις μου...Και η τσάπα μου. Εξ’ άλλου, ο πατέρας μου, μου το έχει ξεκαθαρίσει, μόνο για αυτό είμαι άξιος. Ευτυχώς που είμαι δυνατός, γιατί έξυπνος....Εγώ όμως πιστεύω ότι η εξυπνάδα σίγουρα δε σημαίνει πονηριά. Αυτός, μάλλον δεν κατάλαβε ποτέ τη διαφορά. Μετά, εγώ είμαι ο αμόρφωτος. Φορούσα ένα άσπρο φανελάκι και ένα καφέ παντελόνι (τύπου σαν τζιν, αλλά όχι ακριβώς) γιατί, παρόλο που είναι χειμώνας, σκάει ο τζίτζικας, που λένε. Έψαχνα με τα μάτια μου, τον Μελέτη, για να πούμε και μια κουβέντα, να ξεχαστώ. Αλλά, τεμπέλης δεν είμαι, χτύπησα την τσάπα κάτω, και μέχρι να έρθει, ξεκίνησα τη δουλειά.

Οπτική γωνία Μπαχάρ Καργιεντιμέ.:

Παρασκευοσαββατοκύριακο, έχουμε πολλή δουλειά... Το σκάει, ο κόσμος, απ' τον εαυτό του.
Μόλις είχα βγει από το μαγαζί και προσπαθούσα να συνέλθω, κρύο αέρα δεν είχε, να με χτυπήσει στο πρόσωπο να συνέλθω απ' τον χειρότερο εχθρό μου, τον εαυτό μου δηλαδή. Ο οποίος με έπεισε ότι δεν θα καταφέρω τίποτα στη ζωή μου, πριν να με πείσουν όλοι οι άλλοι. Ή ίσως και το αντίθετο, ήμουν πολύ μικρή, δε θυμάμαι. Έβαλα τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου, είχα ξεχάσει και να ξεβαφτώ, και θα με πάρουν, ακόμα χειρότερα, με τις πέτρες. Έχω βαρεθεί την ίδια ιστορία. Δεν περπατούσα γρήγορα. Τι να φοβηθώ; Μη μου κάνουν...κακό; Πάει και χειρότερο;
...Ένας αστυνομικός ήρθε απ' το μαγαζί. Λίγα βήματα είχα προλάβει να απομακρυνθώ. «Κλείσαμε.» του λέω. Τώρα το θυμήθηκε; Τώρα θα τον έδιωξε η κυρά...Τί να πω. Με κοίταξε με θυμωμένο ύφος, και άρχισε να μου μιλάει αισχρά. Τι περιμένει; Να κλάψω ή να φοβηθώ; Ο μόνος αισχρός είναι που πάτησε εδώ μέσα; Τον κοίταξα στα μάτια, δυναμικά.
/(τραγουδιστά)/ ♪«...θέλω να ξέρω αν με συγχώρεσες, αν το μπόρεσες, μπόρεσες, ξέρεις οι μάγισσες, κάποιες μάγισσες...είπαμ θα πάψω να πονώ...»♪ πήρα μια βαθιά ανάσα, όσο η καρδιά μου, χτυπούσε δυνατά. «σου κάνω για τραγουδίστρια, τώρα;» ... Τα επόμενα λόγια του, δε με τάραξαν. «Φυσικά.» του είπα.  «Α, είσαι νόμιμη... τραγουδίστρια εσύ;» μου λέει. Και του χαμογέλασα. «Ναι.» ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. «αυτό το ‹μαγαζάκι› που λες κυρ-πως σε είπαμε; εμένα είναι το σπίτι μου.» του είπα με περηφάνεια, για το ποιους αγαπώ. αν δεν αγαπάς τους ανθρώπους σου, όπως είναι, περήφανα, τότε μην τους αγαπάς καθόλου. έβγαλα τις άδειες και του τις έδωσα. «να σου βάλω ένα καφεδάκι, γιατί έχεις νεύρα και ξεσπάς σε... τραγουδίστριες;» ρώτησα καθώς κράτησα το χαμόγελο μου. Ίσως τώρα, να έχει την ίδια ανάγκη με εμένα. Έναν άνθρωπο να μιλήσει.

Οπτική γωνία Δούκα Σεβαστού.:

Τι θέλω; Αστεία ερώτηση. Να μην με είχε απατήσει, ήθελα. Να με αγαπούσε όσο εγώ, ήθελα. Να ζούσε ο γιος μου, ήθελα. Τώρα; Τι να θέλω τώρα; Την κοιτούσα, μη μπορώντας να την αναγνωρίσω. Αυτή η γυναίκα που αγάπησα, μπόρεσε να με τσακίσει. Το κατέφερε εκείνη, αυτό που τόσοι εχθροί μου δεν κατάφεραν με νόμους, με όπλα, με γροθιές... Έφτανε μία της λέξη. Μπήκαμε στο γραφείο, κλείδωσα. «Δεν με αγαπάς καθόλου, Μυρσίνη.» της είπα με πίκρα στα μάτια, τα οποία καρφώνονταν στα δικά της...Που τόσο όμορφα ήταν...Αλλά τόσα ψέματα έλεγαν. Με τόση ευκολία...Σε εμένα; Που ήμουν ο άνθρωπος της; Η ίσως....δεν ήμουν ποτέ.

Οπτική γωνία Μαίρης Χατζίδου.:
Πολύ δήθεν μου φαίνεται η κοπελιά...Αλλά για το άλογο φαίνεται να νοιάζεται. Έβαλα το χέρι μου στον ώμο αυτής της... Πηνελόπης. «Λένε ότι τους φίλους, τους διαλέγουμε, όμως κι αυτό, είναι ψέμα.» της είπα χαμογελώντας ενώ έβαζα τη σέλα σε αυτό το όμορφο πλάσμα. «Αν μεγαλώναμε μαζί, να δεις που και τις καρδιές μας θα ανοίγαμε...» είπα ενώ είχα πάρει ένα σκεπτικό βλέμμα, καθώς την κοιτούσα, και έκανα ένα καταφατικό νεύμα. «...και να δεις που θα σε συμπαθούσα.» είπα ως διαπίστωση, κοιτώντας το άδειο βλέμμα της, που έμοιαζε με το δικό μου. Ποιος ξέρει ποιου η ποιας η αγάπη τι βασανίζει κι αυτήν; Και ποιός νοιάζεται; Φίλους,  για αυτό δεν έχω. Της τελευταίας, καθώς και του αντρός μου, τους έκοψα τα λαρύγγια όταν τους έπιασα...αγκαλιασμένους. Και τι χαρά πήρα όταν το έκανα...Και το ύφος τους πάγωνε. Θα με υποτιμήσουν αυτοί; Εμένα; Όμως στην Πηνελόπη, αλήθεια λέω. Τους ανθρώπους, στους στέλνει ο Θεός, ή ο διάολος—και εδώ θυμάμαι ξανά τον Βόσκαρη. Να καεί.— και δένεσαι. Ή πονάς. Καθαρά, από τύχη...Ή ατυχία. «Κι αφού έτυχε να βρεθείς εδώ, κυρία Σεβαστού —κάπου είχα ξανακούσει αυτό το επίθετο, είμαι σίγουρη.— Να πούμε τα νέα μας;» ρώτησα δήθεν σαρκαστικά, όμως ευχόμουν να δεχθεί.

Τέλος του πρώτου Επεισοδίου, έμπνευσμένο από το τραγούδι «ΚΑΘΕ ΔΕΙΛΙΝΌ»

Θα πάψω να πονώ/Άγριες ΜέλισσεςWhere stories live. Discover now