22.

111 5 0
                                    


Στους ρόλους των:
Ηλέκτρα Παππά,
Μάνος Βόσκαρης
Η Αlissa Tseljøs

Στους ρόλους των:
Κατερίνα Ιγνατιάδη,
Μυρσίνη Σεβαστού-Κομνηνού
Η Jo Kapa

Οπτική γωνία Ηλέκτρας Παππά.:

Μου φαινόταν αρκετά, έως πολύ συμπαθής. Και θυμάμαι ότι όταν εγώ η ίδια ήρθα στο χωριό, με αγκάλιασαν όλες. Δε μπορώ λοιπόν να μην το κάνω κι εγώ, με τη σειρά μου. Παρόλα αυτά, κι έτσι να μην ήταν, θα την καλούσα, γιατί είναι ενδιαφέρον άνθρωπος. «θες να έρθεις στο σπίτι μου να τα πούμε;» ρώτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα και αφού δέχτηκε, έπιασα το χέρι της για να πάμε. Στο μυαλό μου, γυρνούσε συνεχώς η δολοφονία που ήξερα πως έχει διαπραχθεί. «πώς και προτίμησες το χωριό μας;« τη ρώτησα, στη διαδρομή. Πράγματι, η το έβλεπα σαν δικό μου χωριό πλέον.

...οπτική μεριά Κατερίνας Ιγνατιάδη.:

όταν με ρώτησε άμα θέλω να πάμε στο σπίτι ένα θερμό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο μου, δεν έχω προλάβει να γνωρίσω και κανέναν εδώ οπότε γιατί όχι?δέχτηκα. Έπιασε με φιλικό τρόπο το χέρι μου και αφού έκανα το ίδιο αρχίσαμε να προχωράμε. Βέβαια, δε μπορώ να κρύψω ότι η ερώτηση που μου έκανε για κάποια δευτερόλεπτα με προβλημάτισε γιατί, τι θα μπορούσα να πω?δε μπορούσα να πω την αλήθεια «Βαρέθηκα στη πρωτεύουσα» είπα και γέλασα για λίγο, ψέματα έλεγα.. μου έλειπε πολύ η πρωτεύουσα αλλά πώς θα μπορούσα μετά από όλα αυτά να ξανά πάω?Κοίταξα γύρω μας «εδώ έχει παραπάνω καθαρό αέρα, πράσινο, τροφή για σκέψη και.. μπορεί να ταιριάξω.» συμπλήρωσα μετά από λίγο καθώς είχαμε διασχίσει το δρόμο. Στο δρόμο συνάντησε κάποιο παλικάρι κοντά στην ηλικία μου υποθέτω, γι'αυτό και κοίταξα την Ηλέκτρα.

Οπτική γωνία Μάνου Βόσκαρη.:

Ήξερα ότι μπορούσα να την πείσω να καταθέσει, ήμουν σίγουρος. Βλέπεις, οι άνθρωποι αρέσκονται στο να ακούν όμορφα λόγια, τις άσχημες αλήθειες δεν τις αντέχουν. Για αυτό και τις πετούν. Και, προφανώς, αναφέρομαι στον εαυτό μου, και στο γεγονός πως αυτό επέλεξε η μητέρα μου να κάνει και σε εμένα, και στον πατέρα μου. Μάλλον, κι εμείς, μια άσχημη αλήθεια, αποτελούσαμε για εκείνη. Όσο η Μπαχάρ προσπαθούσε να υπερασπιστεί τη Σταμίρη, κι ας μην την ήξερε, ενώ εγώ της φέρθηκα σωστά, θύμωνα. Τους ‹σωστούς›, ‹καθώς πρέπει› ανθρώπους που κρίναμε μαζί, όταν γνωριστήκαμε, αυτούς αντιγράφει τώρα; Ή είναι μόνο λόγια κι αυτή; έτσι είναι όλες τους...Για να μην πω, όλοι οι άνθρωποι, γενικώς. Καλώς...Ας καταθέσει τώρα, και θα την γλεντίσω μετά. Μου βγάζει και γλώσσα. «Θα σε πάω σπίτι μου, δε θέλω να σε αφήσω εκεί μέσα.» της είπα, αναφερόμενος στο μαγαζί που δουλεύει. Όμως, σε αυτές τις λέξεις, αυτή η φράση που της είπα, μου έφερε στο μυαλό τη Χατζίδου, —κακή της ώρα κι αυτής—, έτσι της έλεγα. Δεν ήθελα, πράγματι να μείνει στη φυλακή, και για αυτό την έβγαζα, συχνά-πικνά, ακόμα κι όταν, για λίγο, έκοψα μαζί της, αφού είχα καταλάβει, πως με ήθελε, μόνο όσο κέρδιζε από εμένα. Εγώ, της επέτρεπα, σχεδόν καθημερινά επισκεπτήριο, τώρα, που δεν ήρθε κανένας να τη δει, εγώ τι φταίω; Την έβλεπα εγώ, αλλά δεν της έφτασε. Αυτό που ήξερα στα σίγουρα, είναι ότι ήταν η καλύτερη. Ναι...Ούτε ψεύτικες αγάπες πουλούσε, ούτε πισώπλατα σε κάρφωνε. Τολμούσε κι έμπιγε το μαχαίρι στην καρδιά σου, από μπροστά. Μόνο σε εμένα φέρθηκε σαν φίδι, μόνο σε εμένα, κι ας ήμουν ο μόνος που τη νοιάστηκε. Για αυτό, οι σκέψεις μου, έκαναν το αίμα μου να βράζει και το βλέμμα μου να αγριεύει. Δεν έπρεπε να τα χαλάσω όλα τώρα. Για μια βρώμα. Για καμιά... Βρώμα, δεν έπρεπε να τα χαλάσω. «μείνε σήμερα μαζί μου, και αύριο καταθέτεις, και σε πάω σπίτι σου, μετά.» Ναι, δεν νοιαζόμαι πολύ για το αν θα μείνει...Αν και δυστυχώς, νοιάζομαι ελάχιστα, αν και δεν έπρεπε καθόλου να με ενδιαφέρει. Αλλά θέλω να σιγουρευτώ ότι θα κάνει αυτό που της ζήτησα.
    Όταν φτάσαμε στο σπίτι μου, άνοιξα την πόρτα για να βγει, αφού ξέρω κι εγώ να φερθώ όπως ‹πρέπει›, για να πάρω αυτό που θέλω. Όλοι αυτό δεν κάνουν; Έπιασα και το χέρι της, για να τη βοηθήσω, αφού είχε ‹τραυματιστεί›. Ένα χαϊδεμένο, που δεν χάιδεψε ποτέ η ζωή. Πως κατάφερε να μείνει έτσι; Αυτή η αγνότητα με κάνει να θέλω να τη γνωρίσω ή να την καταστρέψω. Δεν έχω καταλάβει ακόμη. Μείναμε για λίγο στο σπίτι μου, και πριν προλάβω να τη ρωτήσω αν θέλει να πιει κάτι, είχε αποκοιμηθεί πάνω μου... Τόσο πολύ την κούρασα; Εγώ, όσα της ζήτησα να κάνει ή η ιστορία που της είπα; Όλα μαζί; Μάλλον, η μακρυνή διαδρομή.Να είναι τόσο ‹χαϊδεμένη› που την κούρασε το στραμπούλιγμα, το αποκλείω...Χάιδεψα για λίγο τα μαλλιά της, έτσι μου βγήκε. Από κάπου θα άκουγα το Σέργιο να γελάει, αν ζούσε. Άλλος πόνος αυτός...«Σχεσάκιας μας έγινες;» θα μου έλεγε. Να την καταστρέψω θέλω, ρε ηλίθιε. Έναν άνθρωπο αγάπησα μόνο...Θα του απαντούσα εγώ. Κι εκείνος, ξανά, δε θα καταλάβαινε ποιον εννοώ. Τα μαλλιά της είχαν ξεραθεί. Φυσικό το βρίσκω, αφού τα παστώνει με μπογιές κάθε τρεις και λίγο, για να μοιάζει με τα ηλίθια όνειρα που κάνει, γεμάτα γκλίτερ. Έπρεπε να πάω στο τμήμα, είμαι σίγουρος πως πρέπει. Αλλά να αφήσω αυτήν την κακομοίρα μόνη της στο σπίτι μου; Τι θα μου κάνει; Ένα θύμα είναι... Ενώ εγώ, ένα μεγαλύτερο θύμα, που αποφάσισε να γίνει θύτης τώρα. Ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα, την σήκωσα στην αγκαλιά μου και την πήγα μέχρι το κρεβάτι μου. Ξύπνησε για λίγο. «πού με πας;» με ρώτησε με μια φωνή, που πράγματι, ακόμα και για λίγα δευτερόλεπτα, μου φάνηκε γλυκιά. «Πρέπει να πάω στο τμήμα για λίγο, θα γυρίσω. Μην φύγεις.» για να την τουμπάρω το είπα, να φύγει να πάει που; Ξέρει κανέναν δρόμο; Ή κανέναν άνθρωπο. «Κλείδωσε με τότε» μου είπε με χιουμοριστική διάθεση, αλλά εμένα μου φάνηκε πολύ καλή ιδέα, για αυτό και το έκανα. «Περίμενε δεν εννοούσα-!» φώναξε εκείνη όταν άκουσε τα κλειδιά. «Δε θα αργήσω.» είπα, κάπως, αυστηρά ενώ βγήκα έξω. Τι να έχει καταφέρει αυτή η άχρηστη η Ηλέκτρα κι ο άλλος ο ηλίθιος χωρίς εμένα; Τίποτα, προφανώς!

...Οπτική γωνία Μυρσίνης Σεβαστού-Κομνηνού:

Δε μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το κορίτσι είχε το θράσος να πατάει ξανά το πόδι του στο χωριό μετά από όλα αυτά που έκανε σε εμένα, στο γιο μου και τη νύφη μου γιατί.. περί θράσος πρόκειται. Γέλασα με επιδεικτικό τρόπο στα λόγια που είπε και για μια στιγμή κοίταξα τη νύφη μου «Δεχόμαστε κάποια απειλή και δεν το έχω καταλάβει;» ρώτησα με το γνωστό υπεροπτικό μου βλέμμα και κατάλαβα ότι νευρίασαν και τα δύο κορίτσια, άδικο δεν έχω. Τι ήρθε να κάνει εδώ; Θυμήθηκε τώρα μετά από τόσα χρόνια ότι έχει ένα παιδί; Σίγουρα θα πρέπει να μιλήσω στον Νικηφόρο, δεν πρόκειται να την αφήσω να κάνει αυτό που έχει σχεδιάσει γιατί.. Σίγουρα κάτι έχει σχεδίασα. Έπιασα τον Σέργιο από το χέρι και τον έφερα κοντά μου, δίπλα μου, ανάμεσα σε εμένα και στη μητέρα του «Όταν πάμε σπίτι θα κάνουμε μια επανάληψη στα Γαλλικά» του είπα περήφανα και έπειτα τον άφησα «Πήγαινε να παίξεις με τον Γιάννο για λίγο» του είπα μετά από λίγο και κοίταξα με νεύμα τον Γιάννο. Ξέρω την αδυναμία που έχει σε αυτή τη.. γυναίκα αλλά τι να κάνουμε; Πήγα να μιλήσω αλλά κατευθείαν η Ασημίνα πήρε το λόγο.

Θα πάψω να πονώ/Άγριες ΜέλισσεςWhere stories live. Discover now