23.

118 5 0
                                    

   Και πράγματι, ο Μάνος, πήρε το δρόμο για το τμήμα, αφού είχε κλειδώσει τη Μπαχάρ στο δωμάτιο του. Εκείνος, δε μπορούσε να καταλάβει τον τρόμο που, ενδεχομένως θα ένιωθε αυτό το κορίτσι, αφού δεν έβλεπε ότι είχε κάνει κάτι κακό. Στο μυαλό του, προσπαθούσε παρά πολύ για να είναι ‹ευγενικός› μαζί της, και τα κατάφερνε, αφού δεν της είχε φερθεί βίαια. Ο προσωρινός περιορισμός της ελευθερίας της, για αυτόν, δεν αποτελούσε πρόβλημα. Δεν είχε μάθει να ζει και τίποτα άλλο. Από μικρός, στο ίδρυμα, στο οποίο είχε μεγαλώσει. Βέβαια, ο Μάνος, μισούσε τους περιορισμούς, όσον αφορά τον εαυτό του. Στην περίπτωση της Μπαχάρ, ένιωθε ότι η κοπέλα, θα πρέπει να νιώσει ασφαλής και προστατευμένη, όχι παγιδευμένη.
    Το σωστό και το λάθος, ήταν μπερδεμένα, στο κεφάλι του, όπως τα κλαδιά των δέντρων, στο δρόμο προς το χώρο εργασίας του. Ο καιρός, είχε αρχίσει να είναι μουντός, λόγω του ότι είχε πέσει το απόγευμα. Η πιο όμορφη ώρα, θαρρώ, να περπατήσει κανείς, τώρα που ο ουρανός, αποχαιρετά το γαλανό και αγκαλιάζει το μαύρο. Το σκοτάδι κρύβει...Αναγκάζει τον άνθρωπο να προσέχει. Να ακούει, να μην κρίνει απ' αυτό που βλέπει. Ο Μάνος, το ήξερε πολύ καλά αυτό, όμως, δυστυχώς, είχε έτοιμο το αποτέλεσμα, πριν λύσει την εξίσωση, και για αυτό δεν ήταν καλός στα μαθηματικά της ζωής...Τα φύλλα, θρόιζαν απ' τον δυνατό αέρα, κι ο ήρωας της ιστορίας μας, προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, να μην χαθεί σε αυτόν τον ήχο. Να μην αρχίζει να αγκαλιάζει την ομορφιά...Για να μην φοβηθεί την ασχήμια που ζούσε, και δημιουργούσε. Κι ο ουρανός, λες και έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα, κάποιες φορές φαίνονταν κάποιες άλλες, παραδινόταν στο λευκό, και γκρίζο. Κι όμως...Ο Μάνος το ήξερε. Τίποτα δεν είναι τελείως λευκό. Όλα είναι γκρι. Όμως, δεν ήταν σίγουρος αν αυτό είναι καλό ή κακό... Αφού, και το Σέργιο είχε αγαπήσει πολύ...Ίσως, διαφορετικά, απ' τον τρόπο που αγαπάμε έναν ‹φίλο›, κι εκείνος διάλεξε να κάνει τη ζωή του με την Ελένη Σταμίρη, η οποία προσπάθησε να του τη στερήσει, ίσως για αυτό να τη μισούσε τόσο πολύ, κι ίσως και αυτός να αποτέλουσε εναν απ' τους πολλούς λόγους, για τους οποίους, ο Βόσκαρης, στέρησε τη ζωή απ' τον ίδιο (τον Σέργιο), γιατί δεν ήθελε να τη ζήσει μαζί του.

Οπτική γωνία Μαίρης Χατζίδου.:

Προχωρούσα, νιώθοντας τα πόδια μου να τρέμουν.  Δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω όταν τον δω μπροστά μου. Ξέρω όμως, ότι δεν πρέπει να αντιδράσω, καθόλου. Πρέπει να τον παρακολουθήσω, όλες τις κινήσεις του, μία προς μία, για να μπορέσω να τον κρατήσω στο χέρι, όπως με κρατούσε ο ίδιος, τόσα χρόνια. Για την ακρίβεια, δεν με έπιανε απ' το λαιμό, όπως νομίζει, αλλά απ' την καρδιά, για αυτό και με έβρισκε απροετοίμαστη, χωρίς να μπορώ να αντιδρώ όπως θα έπρεπε, είχα, βλέπεις, τέτοια ανάγκη να αγαπηθώ, που λίγο αν μου έξυνε την πληγή, λέγοντας μου ότι είμαι ‹η εκλεκτή του›, μπορούσε να με πείσει. Έχω, όμως, όπλο τη λογική μου και δε θα τα καταφέρει αυτή τη φορά. Εξ άλλου, το μεγαλύτερο κακό στον εαυτό μου, το έκανα εγώ.
     Πιο άσχημο κι απ' το να σε υποτιμούν οι άλλοι, είναι να σε υποτιμάς κι εσύ ο ίδιος. Κι όταν άφηνα τον εαυτό μου, έρμαιο της αρρώστιας του, αυτό ακριβώς έκανα. Εγώ, έχω την διαφορά να γνωρίζω την αρρώστια του, καλά. Κι αυτόν τον ίδιο. Κι είχα κάνει το λάθος, να τον συγχωρέσω και...να τον αγαπήσω. Το δεύτερο, πάντα μου έβγαινε σε κακό. Αφού, αγάπησα και τον άντρα μου. —γελάω, με αυτόν τον τίτλο. Ούτε ‹άντρας› είναι, ούτε ‹μου›.— αλλά και την ερωμένη του. Που εγώ θεωρούσα ‹φιλενάδα μου›. Έπεισα τον εαυτό μου, πως νιώθω σίγουρη για αυτόν, για αυτό και κατέβασα λίγο το φόρεμα μου, κι ας είχε ήδη τον ώμο απελευθερωμένο, το είχα συνήθειο, στις φυλακές, να σκίζω, έτσι την στολή μου, για να δείξω ότι δεν μπορούν να με υποτάξουν, κανένας δε μπορεί. Κρύφτηκα πίσω από ένα μεγάλο δέντρο, όσο τον περίμενα να έρθει. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που είχα μείνει να τον περιμένω. Το θυμάμαι, σαν και τώρα...

/(F͜͡L͜͡A͜͡S͜͡H͜͡B͜͡A͜͡C͜͡K͜͡)/

Με είχε φωνάξει στο γραφείο του, ξανά. Μετά από αρκετό καιρό. Απ' τη μία είχα νεύρα, γιατί δεν ήθελα να νομίζει ότι είμαι σαν τις άλλες, ότι μπορεί να μου φέρεται σαν σκουπίδι, όποτε θέλει να με φωνάξει και να με χρησιμοποιεί και μετά να με πετάει. Για αυτό και εγώ, δεν είχα σκοπό να ενδώσω εκείνη τη φορά. Και σκεφτόμουν, πως αν με αγαπάει έστω και λίγο, όπως ορκιζόταν,θα σεβαστεί την επιλογή μου. Προχωρούσα, με αυτοπεποίθηση, μέχρι το γραφείο του, χτύπησα, τυπικά την πόρτα, αφού ο Γκούμας, ήξερε πολύ καλά τι ‘έτρεχε’ μεταξύ μας, και με άφησε να πάω μόνη μου ως εκεί. Όλοι ξέραμε, εντάξει; Μια βουβή συμφωνιά είχαμε κάνει, να μην μιλάμε ποτέ για αυτό, και σώζαμε ο ένας τον άλλον απ’ την άβολη στιγμή.
     Η πόρτα, ήταν μισοσκουριαμένη και σιδερένια, για αυτό και τα χτυπήματα μου, ακούγονταν έντονα. «Ποιος;» ρώτησε ο Μάνος, βρωντόφωνα. «Η Χατζίδου.» του είχα απαντήσει, με σιγουριά για τον εαυτό μου, εγώ. Μπήκα μέσα, δεν περίμενα καν να μου πει να περάσω, και κάθησα. Με κοίταξε πολύ αυστηρά, έβλεπα όμως, πως χαμογελούσε. Αφού ‘μαλώσαμε’, για το γεγονός πως με είχε ξεχάσει, κι ας μην το παραδέχεται, μου είπε πως μια ζήλεια, δεν ήταν λόγος να χάσω τα προνόμια μου, και να κάνω ό,τι μου ζήτησε. Να παρακολουθήσω, δηλαδή, τη Σταμίρη. Ρουφιάνα δεν είμαι. Θα το έκανα όμως, αν δεν είχε υποτιμήσει τα αισθήματα μου έτσι. Προνόμια; Αυτά τα κέρδισα με την αξία μου. Όχι με το άγγιγμα του. Έτσι κι αλλιώς, με φοβόντουσαν όλες, και καλά έκαναν. «Μου έχεις λείψει, Μάνο...» του είπα, κι εκείνος, με μια φθηνή δικαιολογία, ότι ‘δεν έχει όρεξη’, με έσπρωξε μακριά του. Και τότε ήταν που πήρα τα κομμάτια της καρδιάς μου, που ήταν κομματιασμένη έτσι κι αλλιώς, και του ‹άδειασα τη γωνιά›, όπως μου ζήτησε. Όμως δεν περίμενε πως ξέρω εγώ να το κάνω. Να φεύγω. Δεν με ξαναείδε από τότε. Το ότι απλώς...‹κάνω όσα μου ζήτησε›, δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Εξ άλλου, η Σταμίρη, η καινούργια του εμμονή, σε λίγες μέρες, θα αποφυλακιζόταν.

(Τέλος του flashback)

Σύντομα, τον είδα να στέκεται μπροστά μου, ξανά, τόσο επιβλητικά. Έπρεπε να παλέψω με τα αισθηματα μου. Να σκοτωθώ για αυτόν. Ξανά...Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Που λένε και όλοι σε αυτό το χωριό. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Τα δόντια μου, χτυπούσαν μεταξύ τους, έβαλα το χέρι μου μπροστά από το στόμα μου, για να μην ακουστώ, και κατάφερα να κερδίσω τον μόνο άξιο αντίπαλο για εμένα. Τον εαυτό μου...Και να μη με δει...

(Επιμέλεια μέρους 23: Alissa Tseljøs)

Θα πάψω να πονώ/Άγριες ΜέλισσεςWhere stories live. Discover now