Κεφάλαιο 6°

2.1K 270 55
                                    

Δεν είχε ρουφήξει ποτέ ξανά τόσο εξτασιασμενος τζούρα από τσιγάρο. Τα χρόνια δεν ήταν πολλά στη στενή αλλά τελικά για τον ίδιο αποδείχθηκαν αιώνας. Έστριψε με μαεστρία ένα τσιγάρο και κάθισε ύστερα από πολύ καιρό, στο σαλόνι.
Σαλόνι... Πόσο γέλασε από μέσα του σαν πάτησε το πόδι του ξανά σε εκείνο το σπίτι. Ο Λίαμ τον είχε ενημερώσει φυσικά πως ολόκληρη η περιουσία επέστρεψε στα χέρια τους πριν καν κλείσει χρόνο στη φυλακή αλλα αυτό δεν άλλαξε τίποτα για εκείνον. Ο τρόπος που έβλεπε τη κατάσταση ήταν ίδιος.
Το τζάκι ήταν σβηστό. Ήχο δεν άκουγε τριγύρω ενώ ολόκληρο το σπίτι ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο εκείνου του απογεύματος καθιστώντας τη σιωπή που υπήρχε, μεγαλύτερη από χιλιάδες κραυγές. Σκέψεις θύμησες και ζωντανές σκιές χόρευαν από δω και από εκεί και εκείνος απλά καθόταν στο καναπέ  αναπολώντας όσα είχε και χάθηκαν αλλά και όσα δεν είχε τελικά ποτέ του...

Η φυλακή τον άλλαξε. Όσο και να μη το παραδέχθηκε ο Λίαμ, ο Λόγκαν το είδε στα μάτια του. Ένιωσε και ο ίδιος την αλλαγή. Κάθε μέρα που περνούσε κλειφωμενος σε εκείνους τους τέσσερις τοίχους κατέστρεφε και ένα κομμάτι του. Το κορμί του είχε γίνει πιο σκληρό και πιο τραχύ από τα αλλεπάλληλα καθημερινά χτυπήματα ενώ ακόμα και τα τατουάζ που έκανε μετέπειτα δεν κατάφεραν να κρύψουν τις ουλές.
Άλλες μεγάλες, άλλες μικρές, όλες είχαν μια ιστορία από πίσω και αναμφίβολα δεν ήταν από εκείνες τις ιστορίες που σου αρέσει να λες πόσο μάλλον να θυμάσαι.

Άφησε το κεφάλι του γύρει προς τα πίσω και οι αναμνήσεις του κορμιού της πάνω στο δικό του, ξεπήδησαν δίχως να το επιζητά. Ήταν εκείνες οι μέρες που είχαν αφήσει την ασυδοσία του κορμιού να πάρει τα ηνία σαν να ήξεραν πως εκείνες οι μέρες ήταν και οι τελευταίες τους. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν καταλάβαινε εξ αρχής το ρόλο τόσο του Τζακ όσο και του πατέρα του , σκέφτηκε και αναστεναξε δυνατά. Ίσως δεν είχαν φτάσει σε αυτό το σημείο. Ίσως να ήταν σε θέση να προλάβει. Ίσως ήταν και η ίδια εκεί ακόμα δίχως να υπάρχει εκείνη η σκιά που τον πλάκωνε.

Ο Λίαμ ζήτησε να του μιλήσει μα δεν ήταν σε θέση. Κατά τη διάρκεια όλου του ταξιδιού προσπαθούσε να ενώσει τα κομμάτια του και να αναρρώσει από το παρολίγον θάνατο του. Το τελευταίο που είχε ανάγκη ήταν να κάνει μια κουβέντα που δεν θα έβγαζε πουθενά.

"Πρέπει να σηκωθώ..." Μονολογησε και βάζοντας τα χέρια στα γόνατα έριξε ακόμα ένα βλέμμα γύρω του και σηκώθηκε. Τον έπνιγε κατά κάποιο τρόπο το σπίτι. Όπου κι αν κοιτούσε την έβλεπε γύρω του. Να περπατάει. Να φωνάζει. Να γελάει...
Φτάνοντας έξω από το δωμάτιο κοντοσταθηκε. Δεν ήθελε να κοιτάξει μέσα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τραβώντας δυνατά τη συρόμενη πόρτα την έκλεισε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Πέταξε τα ρούχα του και άνοιξε το νερό. Είχε αρχίσει να ξεχνάει εντελώς την αίσθηση του ζεστού καθαρού νερού...
Το άφησε να τρέξει πάνω σε όλο το κορμί μα σαν άπλωσε τα χέρια για να πάρει το αφρολουτρο είδε τα δικά της...
Τα σαγόνια του έσφιξαν. Οι μύες στο κορμί του το ίδιο. Ολόκληρος σφίχτηκε... Βγάζοντας μια δυνατή , απόκοσμη κραυγή γεμάτη παράπονο, έδωσε μια μπουνια ολόκληρο το ράφι και εκείνο διαλύθηκε μονομιάς.
Τα γόνατα του λύγισαν προς τα κάτω και πέφτοντας απαλά στη ντουζιέρα, απελευθέρωσε κάθε του συναίσθημα και άρχισε να κλαίει. Δεν έβγαζε ήχους... Ούτε κραυγές. Έκλαιγε στα βουβά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τη βγάλει πάνω από το πετσί του.. έκλαιγε για όλα όσα πέρασε στη στενή και για όλα όσα έχασε... Έκλαιγε για κάθε στάλα αγάπης που του πρόσφερε και του στέρησε σαν να ήταν κάποιο ρεμαλι του δρόμου που της φέρθηκε σκάρτα...
έκλαιγε για όλα...
Για όσα έγιναν αλλά και όσα ήταν να γίνουν....

The Protector 4 : Ματωμένο Φεγγάρι Onde histórias criam vida. Descubra agora