Κεφάλαιο 11°

2.2K 272 73
                                    

"Για λίγο μόνο ... Τόσο όσο. Ένα τόσο δα μικρό κόκκο χαράς... Και ύστερα, πέτα με σα το σκουπιδι καταγής... Δε θα μιλήσω. Θα σωπάσω... Μα άφησε με να χαρείς να ζήσω μόνο...
Για λίγο ... Όπως έζησα εξ αρχής...
Μόνο για λίγο....
Κοίταξε με... Εδώ είμαι. Νιώσε με ..
Νιώσε με...ΝΙΩΣΕ ΜΕ ΡΗΜΑΔΙΑΣΜΕΝΗ ΜΟΥ ΨΥΧΗ! ΤΣΑΚΙΣΕ ΜΕ
ΜΑ ΑΝΑΘΕΜΑ ΣΕ ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΟΣΑ ΖΗΤΩ!!
Μόνο για λίγο...."

Θρυψαλλα... Δεν έβλεπε τίποτα άλλο μπροστά του παρά μόνο θρυψαλλα...
Μικρά, μεγάλα, λευκά, πράσινα, διάφανα..
Κομμάτια της ζωής και της ψυχής του πεταμένα με τη μορφή σπασμένων γυαλιών να κείτονται στο πάτωμα σαν καταραμένες στιγμές.
Στιγμές που έζησε μα μέσα σε μια στιγμή ζωντάνεψαν και του έκαψαν ότι είχε απομείνει.. Έκαψαν εκείνη τη μικρή στάλα ψυχής που ξεροστάλιαζε υπομονετικά για να βγει προς τα έξω.
Έκαψαν όσα είχε και δεν είχε. Όλα όσα απέκτησε , έχασε και ήξερε πως δε θα αποκτήσει ποτέ ξανά...
Στάχτη από λίγες στιγμές ευτυχίας που εκείνη του χάρισε μα σαν να ήταν η καλύτερη κλέφτρα, του στέρησε λίγο αργότερα.

Το δωμάτιο μύριζε αλκοόλ. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και από την ώρα που έδιωξε υπό την απειλή όπλου το Λίαμ, άρχισε να σπάει ότι υπήρχε εκεί μέσα. Από τα μικροεπιπλα μέχρι τασάκια και μπουκάλια με ποτό.
Όσο ποτό κατάφερε να απομείνει...
Εκείνο το τόσο όσο που έμαθε να απολαμβάνει πάντοτε όταν έπινε κάτι, εξανεμίστηκε...
Ήπιε ότι βρήκε...
Ουίσκι, βότκα, λικέρ, ρούμι...
Καθισμένος στο σκοτάδι παρέα με ένα μισοκαμένο τσιγάρο στα δάχτυλα κοιτούσε το χάος που δημιούργησε απαθής και χαμένος στο απόλυτο κενό.
Όλα όσα κρατούσε λίγες ώρες πριν στα χέρια του, δεν ήταν πλέον δικά του. Τίποτα δεν ήταν ποτέ δικό του...
Αναρωτήθηκε και μάλωσε με το Θεό.
Μάλωσε με το διάολο...
Μάλωσε με κάθε τι που θα μπορούσε να μαλώσει για να μη τραβήξει το όπλο και της καρφώσει μια σφαίρα στον εγκέφαλο.

Παιδιά; Χάρισε σε εκείνον τον άντρα παιδιά;
Ο θυμός του έβγαινε με χιλιάδες λέξεις στο μυαλό ενώ οι πράξεις που θέλησε να κάνει , θάφτηκαν μέσα στη κτηνωδία της στιγμής. Γιατί κτηνωδία ήταν στα μάτια του...
Δεν ρώτησε.
Δεν μίλησε...
Δεν εκφράστηκε καν...
Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και εκείνος απλά πλησίασε και του τη πήρε...
Τόσο απλά...
Άδειασε τα χέρια του και έμεινε να κοιτάζει ότι πολυτιμότερο κράτησε ποτέ να το του παίρνει ένας άλλος...
Και έφυγε... Γύρισε απλά τη πλάτη και έφυγε αφήνοντας σε εκείνο το σπίτι ότι αγάπησε περισσότερο σε αυτή τη ζωή...
Ότι τον πόνεσε περισσότερο και ότι του προκαλούσε εφιάλτες νύχτα και μέρα...
Κανένας δεν κατάλαβε γιατί έφυγε εκτός από το Λίαμ.
Εκείνος τον ήξερε αρκετά καλά έτσι ώστε και να φοβάται αλλά και να κατανοεί.

The Protector 4 : Ματωμένο Φεγγάρι Donde viven las historias. Descúbrelo ahora