Ιτιές

1.3K 38 0
                                    

27 Αυγούστου 1952...

Έστρεψε το πρόσωπο της προς τον ουρανό. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τόσο βαθιά, όσο και η ευχή που μόλις είχε κάνει. Μια ευχή μέσα από τα βάθη της ψυχής και της καρδιά της. Μια ευχή μοναδική. Μια ευχή που μέρα με τη μέρα ήλπιζε να πραγματοποιηθεί.

Τα φύλλα στα δέντρα χόρευαν στο ρυθμό του ανέμου, ενώ το νερό στο ποτάμι έρεε ασταμάτητα, παροτρύνοντας την να βουτήξει μέσα του και να ξεδιψάσει την φωτιά που της έκαιγε τα σωθικά. Οι ήχοι της φύσης γαλήνευαν την αντάρα της ψυχής της. Από πάντα η Γη είχε μια μαγική επιρροή πάνω της. Έπαιρνε ζωή από την πηγή της ζωής. Εκεί που όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έβρισκαν ένα μοναδικό τρόπο να αναγεννηθούν, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο.

Την είχε συνεπάρει η μαγεία που απλωνόταν μπροστά της και δεν είχε καταλάβει πως κάποιος στεκόταν πίσω της και την χάζευε. Ένα στιγμιαίο, όμως, λάθος του άντρα, της φανέρωσε την παρουσία του.

Εκείνη είχε μαγευτεί από την ομορφιά γύρω της και εκείνος είχε μαγευτεί από τη δική της εικόνα, με αποτέλεσμα να μην προσέξει και να παραπατήσει. Ο θόρυβος που έκαναν τα πεσμένα, ξερά φύλλα όταν καταπατήθηκαν από τα παπούτσια του, την τρόμαξε και την έκανε να αναπηδήσει.

Γύρισε γρήγορα προς την πηγή του ήχου. Το πρόσωπο της ήταν ανήσυχο. Τα χέρια της σχημάτισαν δύο μπουνιές και αμέσως τα δάχτυλα της κοκκίνισαν από το αίμα που είχε συσσωρευτεί στα άκρα της.

Όταν, όμως, αντίκρισε τη σιλουέτα του άντρα και κατάλαβε ότι της ήτανε γνωστή, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μαλάκωσαν, τα χέρια της ηρέμησαν και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.

«Ήρθες...» του είπε ανακουφισμένη και ξεφύσησε δυνατά

«Πίστευες πως δεν θα ερχόμουν;»

Η κοπέλα δεν απάντησε, μονάχα έτρεξε στην αγκαλιά του. Τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω από τη μέση του και έκλεισε το πρόσωπο της στο λαιμό του. Όλο της το σώμα τον έσφιγγε σαν μέγγενη. Σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν είναι αληθινός.

Το παλικάρι κατάλαβε αμέσως ότι αυτή η αγκαλιά ήταν αυτό που χρειαζόταν η αγαπημένη του για να ηρεμήσει. Τα μπράτσα του σαν δυο φτερούγες τύλιξαν προστατευτικά το κορμί της. Φίλησε απαλά την κορυφή του κεφαλιού της. Μύρισε τα μαλλιά της. Αυτή η μυρωδιά που τόσο αγαπούσε και που πάντα πρόσμενε να χαθεί μέσα της κάθε φορά που την συναντούσε. Μια μυρωδιά που, ωστόσο, δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Δεν την είχε ρωτήσει ποτέ τι άρωμα είχε το σαπούνι που χρησιμοποιούσε. Δεν ήθελε. Δεν ήθελε να χαλάσει αυτό το μυστήριο. Ήθελε κάθε φορά που την αγκάλιαζε να μυρίζει τα μαλλιά της και να χάνεται μέσα σε αυτό τον άγνωστο λαβύρινθο που σχημάτιζαν οι μακριές καστανόξανθες μπούκλες της.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαWhere stories live. Discover now