Της τύχης τα γραμμένα

537 29 5
                                    

Θα ορκιζόταν πως είχαν περάσει ώρες από τη στιγμή που είδε τον Σέργιο να γλιστράει στον γκρεμό. Και όμως, δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά. Λίγα λεπτά που ο χρόνος και ο χώρος είχαν παγώσει στο θέαμα του άψυχου σώματος.

Ο Λάμπρος δεν είχε καταλάβει πώς έφτασαν σε αυτό το σημείο. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται ήταν τον Σέργιο ξαπλωμένο στο χώμα, εξαιτίας της γροθιάς του. Μετά σαν να σταμάτησε απότομα ο χρόνος ή η μνήμη του τον είχε εγκαταλείψει. Κάτι που είναι αδύνατο.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να αντιδράσει. Το μυαλό του του έλεγε να τρέξει να φέρει βοήθεια. Ακόμα και τώρα μπορεί αν υπήρχαν ελπίδες να σωθεί. Μα πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία του στο συμβάν; Και αν τον κατηγορούσαν ότι εκείνος τον έριξε; Πώς θα αποδείκνυε ότι ήταν ατύχημα; Το μυαλό του ένας ατελείωτος λαβύρινθος από ερωτήσεις που έπρεπε να μπουν σε μία τάξη, μα εκείνος δεν είχε πολύ χρόνο. Έπρεπε να σκεφτεί. Τώρα. Γρήγορα. Με σύνεση.

Το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν εκείνη. Η Ελένη του. Η εικόνα της κόπασε για λίγο την αντάρα που ένιωθε να του κατακλύζει την ψυχή. Το σπίτι της ήταν κοντά. Μάζεψε όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.

Μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόταν κάτω από το παράθυρο της. Μικροσκοπικά πετραδάκια άρχισαν να προσγειώνονται με δύναμη στο τζάμι. Το σινιάλο τους αυτό θα της ήταν γνωστό. Πολλές φορές στο παρελθόν ξέκλεβαν λίγο χρόνο μαζί τα βράδια με αυτόν τον τρόπο.

Για καλή του τύχη, η Ελένη δεν κοιμόταν. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογυρνούσε ασταμάτητα στο κρεβάτι της, μην μπορώντας να κλείσει τα μάτια της ούτε για ένα λεπτό. Ο ήχος που έκαναν τα πετραδάκια στο παράθυρο την τρόμαξε. Σηκώθηκε απότομα και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Τον είδε να στέκεται κάτω από το παράθυρο της. Η εικόνα του την τρόμαξε. Φορούσε μόνο το παλτό του, χωρίς πουκάμισο. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, το πρόσωπο του χλωμό και τα μάτια του κόκκινα.

Της έκανε νόημα να κατέβει. Εκείνη ένευσε.

Φόρεσε γρήγορα το παλτό της και βγήκε από το σπίτι, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της.

Έτρεξε αμέσως κοντά του. Έπεσε στην αγκαλιά της με τόση ορμή, κόντεψε να την ρίξει κάτω.

«Καρδιά μου, τι έπαθες;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε

Τα χέρια της γύρω του είχαν πάρει μια ανεξήγητη αίσθηση. Τα ένιωθε βαριά. Όλο και πιο βαριά κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Τα γόνατα της λύγισαν. Αισθάνθηκε το σώμα του να αφήνεται στην αγκαλιά της. Εκείνη αδυνατούσε να τον στηρίξει. Έσφιξε ακόμα περισσότερο τα χέρια της γύρω του. Δεν πρόλαβε. Τα πόδια του έπεσαν με δύναμη στο χώμα. Η Ελένη έπεσε μαζί του, χωρίς να τον αφήσει από τα χέρια της ούτε λεπτό.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora