Το χαμόγελο της Τζοκόντα

511 28 5
                                    

Το επόμενο κιόλας πρωί ο Λάμπρος αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό. Μέχρι τελευταία στιγμή προσπαθούσε να μεταπείσει τον πατέρα του. Τον συνόδευσε ο ίδιος στο λεωφορείο και σιγουρεύτηκε ότι έφυγε. Το μυαλό του στριφογυρνούσε συνεχώς στην Λενιώ. Πώς θα αντιδρούσε αν μάθαινε ότι έφυγε; Είχε δώσει το γράμμα του στον αδερφό του και του είχε πει να της το δώσει πάση θυσία, όσο γρηγορότερα γινόταν.

Χιλιάδες σκέψεις πετούσαν ανεξέλεγκτα στο μυαλό του. Ο Σέργιος, ο Γιώργης, ο πατέρας του, αλλά τα λόγια της επισκίαζαν οτιδήποτε άλλο. Ακόμα και η Ελένη τον είχε συμβουλεύσει ότι πρέπει αν γυρίσει στην Αθήνα, να τελειώσει τις σπουδές του. Μόνο έτσι θα κατάφερναν να πείσουν τους δικούς τους. Αν γινόταν ο ιδανικός γαμπρός, μπορεί ο Γιώργης να τον άφηνε να παντρευτεί την θυγατέρα του, παραμερίζοντας ό,τι είχε συμβεί στο παρελθόν.

Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει λίγη ακόμη υπομονή. Θα περίμενε μέχρι τις γιορτές που θα την έβλεπε ξανά. Και μετά λίγη ακόμη υπομονή μέχρι το καλοκαίρι που θα έπαιρνε το πτυχίο του.
___________________________
Ο Γιάννος το ίδιο κιόλας πρωί πήρε το γράμμα του Λάμπρου και κίνησε για τα χωράφια του Σταμίρη. Ήξερε πως θα την έβρισκε εκεί. Κάθε μέρα περνούσε αρκετές ώρες στη δουλειά. Την αγαπούσε την Γη της και ο Γιάννος την θαύμαζε για το πόσο αφοσιωμένη είναι σε αυτό.

Ο Γιώργης είδε το καλοσυνάτο αγόρι να κοντοζυγώνει. Ο Γιάννος ήταν ο μόνος από τους Σεβαστούς που συμπαθούσε. Ήταν γλυκός και ευγενικός με όλους, ένα ιδιαίτερο παιδί.

«Καλημέρα, κυρ-Γιώργη!» χαιρέτησε ο Γιάννος

«Καλημέρα, παλικάρι μου! Πώς και από εδώ;» ρώτησε ο Γιώργης

«Έχει ωραίο ήλιο σήμερα και είπα να έρθω μια βόλτα»

«Καλά έκανες!» απάντησε και του χαμογέλασε

Ο Γιάννος κοίταξε γύρω του, αναζητώντας τη σιλουέτα της Ελένης. Την είδε να στέκεται λίγο πιο πέρα και να μιλάει με τον Φανούρη. Τα μακριά μαλλιά της ήταν πιασμένα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι. Την πλησίασε.

«Καλημέρα, Λενιώ!»

Η Ελένη γύρισε και τον κοίταξε. Χαμογέλασε.

«Καλημέρα, Γιάννο μου! Τι κάνεις;»

«Πολύ καλά, Λενιώ!»

Ο Γιάννος μιλούσε αρκετά δυνατά. Σχεδόν φώναζε. Η Ελένη παραξενεύτηκε.

Την πλησίασε και άλλο.

«Πρέπει να σου μιλήσω, Λενιώ» της ψιθύρισε «Επειγόντως!»

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt