Ο Λάμπρος δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει αυτό που είχε μάθει. Όλη μέρα δεν βγήκε από το δωμάτιο του παρά μόνο για το μεσημεριανό φαγητό. Ακόμα και τότε, όμως, παρέμεινε σιωπηλός, κάνοντας τον πατέρα του να αναρωτιέται τι του είχε συμβεί. Δεν τόλμησε, ωστόσο, να ρωτήσει. Ήξερε πολύ καλά τον λόγο που το παλικάρι του ήταν μελαγχολικό. Πονούσε η ψυχή του να τον βλέπει σε αυτή τη κατάσταση. Πονούσε που δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια, να του ανοίξει την καρδιά του και να του εκμυστηρευτεί όλα του τα λάθη.
Ο Λάμπρος, απ' την άλλη, είχε πάρει απόφαση να τελειώνουν μια και καλή με αυτή την ιστορία. Τώρα που όλα τα μυστικά είχαν αποκαλυφθεί, δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν. Σε λίγες ώρες όλα θα είχαν τελειώσει. Θα συναντιόταν με την Ελένη και θα της έλεγε όλη την αλήθεια. Θα μάθαινε επιτέλους τον λόγο που οι πατεράδες τους δεν τους άφηναν να ενώσουν τις ζωές τους.
Περπατούσε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο του, προσπαθώντας να σπρώξει το χρόνο να περάσει γρηγορότερα. Μάταια, όμως. Οι ώρες και τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά. Το μυαλό του έτρεχε συνεχώς στην Ελένη. Τι να είχε συμβεί άραγε αφότου έφυγε χτες από το σπίτι της; Τι να της είχε πει ο Γιώργης;
Όταν παρατήρησε τον ήλιο να χάνεται σιγά σιγά από τον ουρανό, πήρε το σακάκι και το παλτό του, προφασίστηκε ότι πάει μια βόλτα και έφυγε βιαστικά από το σπίτι. Πήρε το δρόμο που θα τον οδηγούσε στη ρεματιά. Τα βήματα του ήταν γρήγορα και οι δρασκελιές του μεγάλες. Ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε στο σημείο συνάντησης τους.
Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος το ποταμού για να περάσει πιο γρήγορα η ώρα. Έφτασε μέχρι την κρυψώνα τους.
«Γεια σας ιτιές!» είπε, χαιρετώντας τα πανύψηλα και πανέμορφα δέντρα «Τελικά, συναντιόμαστε ξανά πιο γρήγορα απ' όσα υπολόγιζα!» συνέχισε και μπήκε μέσα στη σπηλιά.
Έκανε αρκετή ψύχρα εκείνη τη μέρα. Έτριψε νευρικά τα χέρια του και προσπάθησε να τα ζεστάνει με την ανάσα του. Μάταια. Ήταν τόσο παγωμένα που δεν τα ένιωθε σχεδόν. Μάζεψε μερικά ξύλα και άναψε μια μικρή φωτιά για να ζεστάνει το μέρος. Έφερε τα χέρια του πάνω από τη φλόγα. Η ζεστασιά που του πρόσφερε κυκλοφόρησε μεμιάς σε όλο του το κορμί.
Το χρώμα του ουρανού είχε αρχίσει ήδη να σκουραίνει. Ο ήλιος απ' την άλλη είχε πάρει ένα παράξενο χρώμα. Ο Λάμπρος δεν κατάφερε να το προσδιορίσει. Ήταν κάτι μεταξύ πορτοκαλί και κόκκινου. Η φύση τελικά επιφύλασσε τις πιο όμορφες εκπλήξεις. Βγήκε από τη σπηλιά και κάθισε σε ένα βραχάκι, παρατηρώντας μαγεμένος την μετάβαση από το φως στο σκοτάδι. «Η πιο ωραία ώρα της μέρας. Η αγαπημένη της...», σκέφτηκε.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Μια μικρή, λευκή αχιβάδα
FanficΗ αγάπη είναι αρκετά δυνατή για να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο και δυσκολία. Είναι ικανή, όμως, να ξεπεράσει ακόμα και τον θάνατο; Δύο ερωτευμένες καρδιές, κλεισμένες μέσα σε μία μικρή, λευκή αχιβάδα, μπορούν να καταφέρουν τα πάντα...