Το μεθυσμένο κορίτσι

515 31 0
                                    

Ο Λάμπρος κοιτούσε το λευκό χαρτάκι άναυδος. Η Λενιώ έκλαιγε γοερά στην αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε διαβάσει. Διάβασε το γράμμα και δεύτερη και τρίτη φορά. Οι λέξεις παρέμεναν οι ίδιες.

«Δεν γίνεται να το εννοεί!» αναφώνησε πάνω στην εκπνοή του

«Ποιο από όλα;» ρώτησε η Λενιώ μέσα στους λυγμούς της

«Όλα!»

«Τι θα κάνω, Λάμπρο;»

Εκείνος δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Μονάχα την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του.

«Εγώ είμαι εδώ, Λενιώ μου! Μαζί θα τα ξεπεράσουμε όλα!» την καθησύχασε

Τα χέρια της κρεμάστηκαν στον λαιμό του. Όλο το σώμα της κούρνιασε πάνω του.

Λίγη ώρα αργότερα κατέφθασαν στο σπίτι ο ενωμοτάρχης και ο παπά-Γρηγόρης, μαζί με δύο γιατρούς από διπλανά χωριά. Η Ελένη τούς ζήτησε να μην γίνει η καθιερωμένη ολονυχτία για την μνήμη του νεκρού. Στο άκουσμα αυτής της απόφασης, όλοι παραξενεύτηκαν, μα ο Λάμπρος ήξερε καλά πως η Λενιώ του δεν θα άντεχε να τον βλέπει έτσι. Το ίδιο και οι αδερφές της. Ήταν ακόμα πολύ μικρές.
_______________
Οι μέρες κύλησαν σαν νερό για όλους. Ο Ιανουάριος του 1957 υπήρξε θλιβερός για όλους τους Διαφανιώτες. Ήλπιζαν πως μετά τον χαμό του Γιάννου δεν θα τους έβρισκε άλλο κακό, μα έκαναν λάθος.

Το σπίτι των αδερφών Σταμίρη βυθίστηκε στο πένθος. Τα τρία κορίτσια φόρεσαν τα μαύρα. Ευτυχώς είχαν όλο το χωριό στο πλευρό τους να της βοηθάει και κυρίως τον Λάμπρο που δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της Ελένης όλον αυτόν τον καιρό. Ήταν πάντα δίπλα της, να της κρατάει το χέρι και να την βοηθάει να συνηθίσει στην νέα αυτή πραγματικότητα. Το ίδιο και τα κορίτσια. Έγινε για εκείνες ο μεγάλος τους αδερφός, που ποτέ δεν είχαν.

Ο Λάμπρος μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων ξεκίνησε κανονικά ως δάσκαλος του χωριού. Όλα τα παιδιά τον είχαν λατρέψει. Τον αγάπησαν από την πρώτη στιγμή. Ήταν ο καλύτερος δάσκαλος που θα μπορούσαν να έχουν, όπως έλεγαν. Και εκείνος, όμως, συμπάθησε αμέσως τους μαθητές του. Ήταν ήρεμος και καλοσυνάτος. Και αν καμιά φορά κάποιο παιδί έκανε κάποια σκανταλιά, το έκανε να καταλάβει το λάθος του και να ζητήσει συγγνώμη, χωρίς να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους.
________________
Η Ασημίνα και η Δρόσω είχαν ξαπλώσει εδώ και ώρα. Η Λενιώ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, ακίνητη και ανέκφραστη. Είχε μπροστά ένα φάκελο με χαρτιά, που είχε βρει μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου. Τον κοιτούσε, δίχως τη δύναμη να τον ανοίξει. Αναστέναξε. Σηκώθηκε για να πάρει το μπουκάλι με το τσίπουρο, που είχαν κρυμμένο μέσα στο ντουλάπι. Αισθάνθηκε την ανάγκη να νιώσει το αλκοόλ στο σώμα της, να την ζεστάνει και να την ηρεμήσει.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαOnde histórias criam vida. Descubra agora