Για δυο ρώγες σταφύλι

456 26 3
                                    

Καθόταν στο κρεβάτι σκεπτικός. Οι τελευταίες μέρες ήταν οι χειρότερες της ζωής του. Αν δεν είχε την Λενιώ και το πλασματάκι τους να του δίνουν δύναμη, μπορεί να μην είχε αντέξει. Το δικαστήριο για τον φόνο του Γιάννου είχε φτάσει στο τέλος του. Αύριο θα αποφάσιζαν την ποινή των κατηγορουμένων.

Ο Ιούλιος είχε μπει για τα καλά και η ζέστη στην ατμόσφαιρα είχε πλέον γίνει αφόρητη. Ο Λάμπρος αισθανόταν το κορμί του να καίγεται. Με μια απότομη κίνηση νευρικότητας πέταξε από πάνω του το φανελάκι του και σκούπισε το μέτωπο του που έσταζε από τον ιδρώτα. Εκείνη την στιγμή μπήκε στην κάμαρη τους η Ελένη.

«Λάμπρο, ντροπή! Έγκυος είμαι, όχι τυφλή! Πόσο να αντέξω πια η γυναίκα;» αστειεύτηκε

Ο Λάμπρος δεν γέλασε με το χωρατό της, παρά μόνο την κοίταξε, της χαμογέλασε αχνά και βυθίστηκε και πάλι στις σκέψεις του.

Η Ελένη τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι.

«Τι έχεις, καρδιά μου;»

«Δεν ξέρεις;» την ρώτησε απότομα

Η Ελένη χάιδεψε απαλά το μπράτσο του, αφήνοντας ένα φιλί στον ώμο του.

«Δεν ξέρω αν θέλω πια να καταδικαστούν...» είπε με μια ανάσα

Η Ελένη τον κοίταξε παράξενα.

«Ούτε η φυλακή, ούτε τίποτα, δεν πρόκειται να φέρουν πίσω τον αδερφό μου! Ό,τι και αν γίνει αύριο, ο Γιάννος θα συνεχίσει να βρίσκεται κάτω από το χώμα...»

«Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν πρέπει αν αποδοθεί δικαιοσύνη! Να ηρεμήσει η ψυχούλα του, να πληρώσουν οι ένοχοι!» συμπλήρωσε εκείνη

«Ούτε εκείνου, ούτε εμένα μου αρέσει η εκδίκηση...Αυτά τα κάνουν οι άλλοι Σεβαστοί, όχι εμείς!» δήλωσε αποφασιστικά

«Γι' αυτό είστε διαφορετικοί από εκείνους, καρδιά μου!»

«Σκατά διαφορετικοί είμαστε!» αναφώνησε και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι

Πήγε μέχρι το ανοιχτό παράθυρο και στάθηκε εκεί. Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως δέχτηκα όλα όσα μου είπαν...» μουρμούρισε και γύρισε να την κοιτάξει

Το μυαλό του ταξίδεψε λίγο καιρό πριν, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό που είχε πάει να τους συναντήσει. Αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, ίσως να τα έκανε όλα διαφορετικά...
_____________
Μπήκε μέσα στην παλιά αποθήκη του παππού του του Σέργιου. Είδε τον Κωνσταντή να περπατάει νευρικά πάνω κάτω και τον Δούκα να κάθεται ήρεμος σε μία παλιά, φθαρμένη καρέκλα. Μόλις τον αντίκρισε σηκώθηκε απότομα πάνω.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora