Ήσουν μια βρύση του ουρανού

513 28 0
                                    

Ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από το κορμί της και το έφερε πάνω στο δικό του. Εκείνη κάλυψε την γύμνια της με το πουκάμισο του που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Άφησε ένα απαλό φιλί στο στέρνο του και χάιδεψε από άκρη σε άκρη το στήθος και την κοιλιά του.

Έσκυψε και μύρισε τα μαλλιά της. Την αμυγδαλιά του. Το άρωμα τους ήταν μεθυστικό και πάντα τον ταξίδευε στα παιδικά τους χρόνια, που έπαιζαν ανέμελοι και χαρούμενοι παρέα στην αυλή του σπιτιού της. Τότε που όλα ήταν πιο εύκολα. Τότε που όλα ήταν διαφορετικά. Έσκυψε και φίλησε το μέτωπο της, που έκαιγε από την ένταση των προηγούμενων στιγμών τους.

Εκείνη αναδεύτηκε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα. Εισέπνευσε λαίμαργα το άρωμα του δέρματος του.

«Λες και ανασαίνω πρώτη μου φορά!» ξεκίνησε «έτσι αισθάνομαι κάθε φορά που με έχεις στην αγκαλιά σου...» του παραδέχτηκε και ανασήκωσε τον κορμό της για να τον κοιτάξει

Του έτεινε τα χείλη της και εκείνος δεν έχασε ευκαιρία να τα φιλήσει. Έπειτα, ακούμπησε το αυτί της στο στήθος του, ακριβώς στο σημείο της καρδιάς.

«Άστη, κάνε πως δεν την ακούς!» της είπε

«Και η δική μου έτσι χτυπάει...σαν τρελή!»

Φιλήθηκαν ξανά.

«Ωχ...βρέχει έξω, άκου;» παρατήρησε εκείνος

Ένα δάκρυ ξέφυγε, αμέσως, από τα βλέφαρα της και κύλησε στο μάγουλο της. Σφίχτηκε πάνω του με όλη της τη δύναμη.

«Γιατί κλαις, καρδιά μου;»

«Τίποτα, μην μου δίνεις σημασία!»

«Αποκλείεται...πες μου τι σε βασανίζει;»

«Εδώ και μέρες έχω ένα κακό προαίσθημα...κάθε φορά που βρέχει...φοβάμαι!» του εκμυστηρεύτηκε

«Φοβάται η Λενιώ η Σταμίρη λίγες αστραπές;» αστειεύτηκε, προσπαθώντας να της φτιάξει το κέφι

«Μόνο σε σένα μπορώ να παραδέχομαι ό,τι αισθάνομαι, χωρίς να φοβάμαι τι θα πεις!» είπε και κατέβασε το κεφάλι

Εκείνος γέλασε και σήκωσε το σώμα της στα χέρια του. Η Ελένη τύλιξε τα πόδια της γύρω από τον κορμό του, αγκάλιασε με τα χέρια της το σβέρκο του και χάιδεψε τα μαλλιά του. Έσκυψε προς το μέρος του, μέχρι που τα μέτωπα τους κόλλησαν το ένα με το άλλο. Εισέπνευσαν βαθιά ο ένας την μυρωδιά του άλλου. Τα κορμιά τους ακουμπούσαν για ώρες μεταξύ τους, που ο Λάμπρος θα ορκιζόταν ότι είχε το άρωμα της πάνω του, κάτι που τον έκανε ακόμα πιο ευτυχισμένο.

Μια μικρή, λευκή αχιβάδαOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz