Κεφάλαιο 1

634 20 6
                                    

Ο Λάμπρος μόλις πήρε το γράμμα της Ελένης στα χέρια του ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Έτρεξε προς στις τουαλέτες για να το διαβάσει με ησυχία. Μόλις αντίκρισε τα γράμματά της τα μάτια του βούρκωσαν. Κάθε λέξη που διάβαζε ήταν και μια μαχαιριά στην καρδιά. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και προσπάθησε να πάρει δύναμη για να συνεχίσει. Το διάβαζε ξανά και ξανά. Ένιωσε δειλός, ανίκανος. Ήθελε μόνο να την πάρει στην αγκαλιά του και να γεμίσει το σώμα του με ζωή. Να της πει ότι την αγαπάει και να μη φύγει ποτέ ξανά από δίπλα της.

Ήταν κλεισμένος για ώρες στις τουαλέτες. Το μόνο μέρος στο στρατόπεδο που μπορούσε να ξεσπάσει. Το κεφάλι του βούιζε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Έφερε το γράμμα της στο πρόσωπό του. Τα δάκρυα μούσκεψαν το χαρτί. Ένιωσε τη μυρωδιά της να του τρυπάει τους πνεύμονες. Πόσο του είχε λείψει! Η μορφή της τριγύριζε συνεχώς στη σκέψη του και δεν τον άφηνε σε ηρεμία. Συγχρόνως, τα λόγια του πατέρα της του τριβέλιζαν το μυαλό. Ένιωσε το οξυγόνο να λιγοστεύει γύρω του και βγήκε έξω για να πάρει αέρα.

Το κρύο τρυπούσε βίαια το κορμί του Λάμπρου. Στο μυαλό του έρχονταν ξανά και ξανά τα λόγια της Ελένης. Αυτό το γράμμα τον ταρακούνησε. Κατάλαβε πόσο πόνο της είχε προκαλέσει. Κι ο ίδιος πονούσε. Μπορεί να αποφάσισε να μείνει μακριά της για το δικό της καλό, όμως κάθε μέρα που περνούσε ήταν ένα μαρτύριο. Είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του. Δεν μπορούσε να ζήσει τη ζωή του χωρίς αυτή. Εκείνη ήταν η ζωή του. Το οξυγόνο του.

Το είχε πάρει απόφαση. Το ίδιο βράδυ κιόλας θα πήγαινε να την βρει, να της εξηγήσει το λόγο που είχε εξαφανιστεί τόσο καιρό. Τα είχε σκεφτεί όλα. Θα το έσκαγε από το στρατόπεδο την ώρα της σκοπιάς του κι ύστερα δεν τον ένοιαζαν οι συνέπειες. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να μιλήσει στην Ελένη, να της ζητούσε να τον συγχωρήσει και να ξεκινούσαν από την αρχή. 

Ένιωσε ένα χέρι να του σφίγγει τον ώμο, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. "Τι έχεις;" τον ρώτησε ο Χρήστος, που είχε καταλάβει ότι κάτι τον απασχολούσε. Ο Χρήστος ήταν ένα παιδί από τα Τρίκαλα και είχε έρθει στην Πελοπόννησο για την θητεία του. Ήταν ο μόνος ώριμος και σοβαρός στο στρατόπεδο που μπορούσε ο Λάμπρος να εμπιστευτεί. Όλοι στο στρατόπεδο ήταν ανώριμα σχολιαρόπαιδα που δεν ήξεραν παρά να κάνουν ένα σωρό ανοησίες. "Τίποτα" του απάντησε ο Λάμπρος με σκυμμένο το κεφάλι. "Αφού σε βλέπω ταραγμένο. Αν θελήσεις να βγάλεις από μέσα σου αυτό που σε βασανίζει εγώ θα είμαι εδώ" του είπε προσπαθώντας να μη φανεί πιεστικός. Ο Λάμπρος γύρισε το πρόσωπό του και τον κοίταξε. "Και το ευχαριστώ είναι λίγο Χρήστο. Μου έχεις σταθεί εδώ μέσα όλο αυτό τον καιρό σαν αδερφός. Πίστεψέ με αν αποφασίσω να μιλήσω σε κάποιον αυτός θα είσαι εσύ". Ο Χρήστος κατέβασε το βλέμμα του. "Θα με κάνεις να κοκκινήσω" του είπε περιπαικτικά και γέλασαν κι οι δύο. Ένα μειδίαμα έκανε την εμφάνισή του στο πρόσωπο του Χρήστου παρατηρώντας ευχαριστημένος ότι κατάφερε να κάνει τον φίλο του να γελάσει αποσπώντας τον για λίγο από τις σκέψεις του.

Είχε νυχτώσει αρκετά και σε λίγη ώρα ήταν η βάρδια του. Μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και έφερε ξανά το σχέδιο στο μυαλό του, ώστε να σιγουρευτεί πως δεν έχει παραλείψει κάτι που μπορεί να καταστρέψει την απόδρασή του. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν μήπως αντιληφθεί κάποιος την απουσία του και δεν προλάβει να απομακρυνθεί. Προσπάθησε να μην κάνει άσχημες σκέψεις. Έπρεπε να πάνε όλα καλά. Αυτή ήταν η μοναδική του ευκαιρία να διορθώσει το λάθος του πριν να να είναι αργά και ήθελε να πιστεύει πως η τύχη αυτή τη φορά ήταν με το μέρος του.

Κινούταν με γοργά βήματα στην έξοδο του στρατοπέδου και με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει από την αγωνία. Αφού έφτασε περίμενε μέχρι να περάσει λίγη ώρα για να είναι σίγουρος πως δε θα τον πάρει κανένα μάτι. Έλεγξε πολλές φορές τον χώρο γύρω του, ώσπου βρήκε την ευκαιρία και το έσκασε. 

Έτρεχε στον δρόμο προσπαθώντας να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γίνεται από το στρατόπεδο. Η ανάσα του είχε κοπεί. Κάποια στιγμή ένιωσε να μην μπορεί να αναπνεύσει όμως δε σταμάτησε στιγμή να τρέχει. Δε θα διακινδύνευε να πάει κάτι στραβά. 

Μόλις πια βεβαιώθηκε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά ανάσανε ανακουφισμένος και συνέχισε τον δρόμο του πιο ήρεμος. Έφτασε στο κέντρο της πόλης και πήρε το πρώτο διαθέσιμο λεωφορείο για Λάρισα που για καλή του τύχη έφευγε σε ένα τέταρτο.

Σε όλη την διαδρομή αναλογιζόταν την πράξη του και τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει. Γέλασε αχνά στην ιδέα. Ας τον δεχόταν πίσω η Λενιώ του και δεν τον ένοιαζαν μετά οι συνέπειες ακόμα και όλα τα εγκλήματα του κόσμου να του χρέωναν. Εκείνη άξιζε κάθε θυσία. 

Μετά από ώρα το λεωφορείο έφτασε στη Λάρισα. Η τύχη ήταν και πάλι με το μέρος του, αφού το λεωφορείο περνούσε ακριβώς έξω από το Διαφάνι και δε θα χρειαζόταν να ταλαιπωρηθεί με τα δρομολόγια.

Μόλις πάτησε το πόδι του στο χωριό του ένιωσε τον αέρα που ανέπνεε διαφορετικό. Ξεκίνησε με την ανάσα κομμένη για το σπίτι της. Η ώρα είχε μηδενιστεί και τα λεπτά μετρούσαν αντίστροφα για την επανένωση των ψυχών τους.

Η καρδιά του χτυπούσε βίαια στο στήθος του. Το οξυγόνο που είχε στερέψει πριν λίγες ώρες από τους πνεύμονές του, γύρισε ξανά στο σώμα του όσο πλησίαζε στο σπίτι της, όσο σκεφτόταν πως θα την αντίκριζε και πάλι μπροστά του. Τα βήματά του έγιναν πιο γρήγορα. Οι παλμοί του ανέβαιναν. Το μυαλό του είχε κολλήσει στη μορφή της και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Μόνο εκείνη.

Είδε τις λεύκες να ανεμίζουν μέσα στο σκοτάδι και κατάλαβε πως είχε φτάσει στον προορισμό του. Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Αφουγκράστηκε για λίγο τους ήχους της φύσης, το θρόισμα των φύλλων. Έκλεισε τα μάτια του και εισέπνευσε το καθαρό οξυγόνο. Περπάτησε αποφασιστικά προς το σπίτι κι έφτασε κάτω από το παράθυρό της. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε δειλά στο πρόσωπό του. Είχε έρθει η ώρα να μπουν όλα στη θέση τους...

Μια νέα αρχήWhere stories live. Discover now