Κεφάλαιο 8

291 13 0
                                    

Γύρισε στο σπίτι με το χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπό της. Η Ασημίνα από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο σπίτι κατάλαβε την ευχάριστη αλλαγή στη διάθεσή της. "Λενιώ τι έγινε; Γιατί άργησες τόσο;" τη ρώτησε ανήσυχα και καχύποπτα συγχρόνως. "Έκανα βόλτες και ξεχάστηκα. Συνάντησα και τον Γιάννο και με την κουβέντα πέρασε η ώρα" της είπε κι έκανε να μπει στην κάμαρή της, όμως η αδερφή της τη σταμάτησε. "Τι έχεις εσύ; Είσαι κάπως διαφορετική. Έχω πολύ καιρό να δω τα μάτια σου να λάμπουν έτσι" της είπε κι η Ελένη έσκυψε ντροπαλά το πρόσωπό της. "Σαν τι να έγινε μωρέ Ασημίνα;" προσπάθησε να αποφύγει την κουβέντα μα δεν τα κατάφερε. "Μήπως σου μετέφερε ο Γιάννος κανένα νέο από τον Λάμπρο; Γι' αυτό είσαι έτσι;" την ρώτησε με τον ενθουσιασμό φανερό στη φωνή της. "Πώς σου ήρθε αυτό;" τη ρώτησε απότομα η Ελένη. "Με τον Λάμπρο τελειώσαμε, έτσι αποφάσισε εκείνος" της είπε δήθεν θυμωμένα και μπήκε στην κάμαρή της κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Μόλις έμεινε μόνη της άρχισε να γελά από ευχαρίστηση. Πρώτη φορά απολάμβανε το ψέμα της. Η διάθεσή της ήταν τόσο καλή που της δημιούργησε υπερένταση. Με το ζόρι έκλεισε τα μάτια της το βράδυ για λίγες μόνο ώρες.

Ο ήλιος άπλωσε τις πρώτες ακτίνες του στο χωριό. Το δωμάτιο του Λάμπρου φώτισε από μια μικρή λάμψη. Δεν κατάλαβε πότε ξημέρωσε. Ούτε εκείνος είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ. Του φαινόταν αδύνατο, ακατόρθωτο να κοιμηθεί. Από τη στιγμή που χωρίστηκαν δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Σκεφτόταν ξανά και ξανά όσα έζησαν στη ρεματιά και φάνταζαν με όνειρο. Ένα όμορφο όνειρο απ' το οποίο δεν ήθελε να ξυπνήσει. Το χαμόγελο μονίμως κολλημένο και στα δικά του χείλη φανέρωνε την ευτυχία του. Έψαξε με το χέρι του τη βέρα που κρεμόταν στον λαιμό του. Την κράτησε για λίγο καθώς έκανε σχέδια για το μέλλον τους, που βρίσκονταν μια ανάσα μακριά του. 

Η πόρτα χτύπησε και μπήκε δειλά στην κάμαρή του ο Γιάννος, καλημερίζοντάς τον. Ο Λάμπρος ανασηκώθηκε κι εκείνος κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι. "Καλημέρα" του ανταπέδωσε κι ο Λάμπρος. "Τι κάνεις εδώ τόσο πρωί; Γιατί δεν κοιμάσαι;" τον ρώτησε με τον πιο ήρεμο τόνο της φωνής του. "Ήθελα να σου πω κάτι και δεν έπρεπε να μας ακούσει ο πατέρας" του εξήγησε βλέποντας το απορημένο βλέμμα του αδερφού του. "Τι έγινε;" αναρωτήθηκε εκείνος. Ο Γιάννος χωρίς δεύτερη σκέψη ξεκίνησε να του μιλάει χωρίς να υπολογίζει τα λόγια που ξεστόμιζε. "Αν θες μπορώ να μεσολαβήσω να δεις τη Λενιώ. Να μιλήσετε και να τα βρείτε". Ο Λάμπρος απέφυγε το βλέμμα του αδερφού του ταραγμένος. Πρώτη φορά του έκανε τέτοια κουβέντα. "Πώς σου ήρθε αυτό Γιάννο μου;". Το αγόρι τον κοιτούσε με τα μάτια διάπλατα στραμμένα πάνω του. Με την ελπίδα ότι το χαμόγελο θα επέστρεφε ξανά στο πρόσωπο του αδερφού του. Είχαν μια ιδιαίτερη σχέση από μικρά παιδιά. Ο Γιάννος πάντοτε έβλεπε στο πρόσωπο του Λάμπρου τον προστάτη του και πάσχιζε για την ευτυχία του. "Η Λενιώ σ' αγαπάει ακόμα. Μου το εκμυστηρεύτηκε η Δρόσω. Είπε ότι μερικά βράδια κοιμάται με την φωτογραφία σου κάτω από το μαξιλάρι της". 

Μια νέα αρχήWhere stories live. Discover now