Κεφάλαιο 26

318 15 0
                                    

Η Ελένη είχε μπει επιτέλους στον μήνα της. Μέρα με τη μέρα θα γεννούσε. Από τη μια δεν έβλεπε την ώρα να κρατήσει στην αγκαλιά της το παιδί τους, όμως παράλληλα είχε φωλιάσει μέσα της ο φόβος για τον τοκετό. Δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που πέθαιναν κατά τη διάρκεια της γέννας κι άλλες τόσες που δεν κατάφερναν να φέρουν τα παιδιά τους στον κόσμο.

Ο Λάμπρος ήταν δίπλα της, την στήριζε και φρόντιζε πάντα να της υπενθυμίζει πως θα πάνε όλα καλά και πως ήταν ο πιο δυνατός άνθρωπος που ήξερε. Περνούσαν μαζί τον περισσότερο χρόνο της ημέρας, καθώς εκείνη δεν μπορούσε να σηκωθεί ακόμα από το κρεβάτι κι εκείνος δεν ήθελε να την αφήσει στιγμή μόνη της.

Κάθε μέρα που περνούσε ήταν όλο και πιο κοντά στη στιγμή που το παιδί τους θα ερχόταν στην αγκαλιά τους. Είχαν προετοιμάσει τα πάντα. Η κούνια βρισκόταν ήδη δίπλα από το κρεβάτι τους και τα συρτάρια είχαν γεμίσει με ζιπουνάκια, ενώ η πρώτη κουδουνίστρα του παιδιού τους βρισκόταν στην κούνια και το περίμενε. Όλοι αδημονούσαν για εκείνη τη στιγμή.

Εκείνο το πρωινό η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι η Ελένη δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ο Λάμπρος δεν έφυγε από το πλευρό της και προσπαθούσε με οποιοδήποτε δυνατό τρόπο να την ηρεμήσει. Ήταν ώρες κλεισμένη στην αγκαλιά τους ακούγοντας τη φωνή του να σιγοτραγουδά εκείνα τα στιχάκια και προσπαθούσε να διώξει το βάρος που ένιωθε στο στήθος της. Τα χάδια που άφηνε στην πλάτη και τα χέρια της, τα φιλιά που άφηνε κάθε λίγα λεπτά στο πρόσωπό της κατάφεραν να την ηρεμήσουν ελάχιστα. Όμως κι αυτό την προκειμένη στιγμή ήταν αρκετό.

Είχε κλείσει τα μάτια της σε μια προσπάθεια να νιώσει λίγη από τη γαλήνη του. "Είσαι καλύτερα Λενιώ μου;" τον άκουσε να της ψιθυρίζει. Δεν είπε τίποτα, απλά αρκέστηκε σε ένα νεύμα. "Πάντα είμαι καλύτερα όταν είσαι δίπλα μου" ψέλλισε και χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αγκαλιά του.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Ο Λάμπρος ήταν ακόμα δίπλα της κι εκείνη δεν είχε κουνηθεί εκατοστό μακριά του. Απολάμβανε την ηρεμία που της πρόσφερε η αγκαλιά του. Είδε τα μάτια της κλειστά και πίστεψε πως την πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι κι έφτασε στο παράθυρο. Ο ουρανός είχε πάρει ένα απίστευτα όμορφο χρώμα καθώς  ήλιος κατέβαινε και έδινε τη θέση του στο φεγγάρι. "Λάμπρο" την άκουσε να τον αναζητά και γύρισε προς το μέρος της. "Ξύπνησες κορίτσι μου;" αποκρίθηκε εκείνος τρυφερά. "Δεν κοιμόμουν" απάντησε. Τον κοιτούσε κάπως περίεργα, σα μικρό παιδί που ετοιμάζεται να ζητήσει μια μεγάλη χάρη από τους γονείς του. "Λάμπρο θα μου κάνεις μια χάρη;" τον ρώτησε με νάζι κι εκείνος παρίστανε τον σοβαρό ως που να ακούσει τι ήθελε. "Θέλω να σηκωθώ για λίγο. Να έρθω έστω μέχρι το παράθυρο να δω τη φύση. Έχω πιαστεί δύο μήνες τώρα στο κρεβάτι. Σε παρακαλώ" του ζήτησε κοιτώντας τον παραπονιάρικα, κι εκείνος ενώ ήταν αντίθετος στην αρχή τελικά συμφώνησε, αφού δεν μπορούσε να της φέρει αντίρρηση.

Μια νέα αρχήWhere stories live. Discover now