Κεφάλαιο 16

350 17 2
                                    

Ο Λάμπρος κοιτούσε την Ελένη ανίκανος να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει. "Τι πράγμα;" ψέλλισε έκπληκτος, με τη φωνή του να βγαίνει με δυσκολία από τα χείλη του. "Το έμαθα λίγες μέρες πριν" του είπε η Ελένη κι εκείνος την κοίταξε βουρκωμένος, με δύο μάτια σα θάλασσες που ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν σε δάκρυα. Πέρασε στιγμιαία το χέρι του στο μάγουλο της και την χάιδεψε. Ύστερα, το χέρι του κινήθηκε κατά μήκος του σώματος της κι έφτασε στην κοιλιά της. Την άγγιξε ευλαβικά. "Ψυχή μου" ψέλλισε συγκινημένος. Το χέρι της Ελένης ακούμπησε δειλά το δικό του. "Το παιδί μας, καρδιά μου" της είπε κι είδε το χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπο της. "Σ' αγαπάω" αποκρίθηκε εκείνη κι ένωσε τα χείλη τους τρυφερά. Εκείνος την έκλεισε στην αγκαλιά του, κρατώντας στα χέρια του ό,τι πιο πολύτιμο είχε.

Μετά από ώρα, όταν συνήλθαν από όλη τη συναισθηματική φόρτιση, ετοιμάστηκαν, φόρεσαν τα πιο φωτεινά χαμόγελά τους και πήγαν την πρωινή τους βόλτα.

Με τα χέρια τους μπλεγμένα έκαναν ατελείωτες βόλτες στους δρόμους της Αθήνας απολαμβάνοντας την ευτυχία που τόσο καιρό είχαν στερηθεί. Τα μάτια του ήταν συνεχώς κολλημένα πάνω της, παρατηρούσε τον τρόπο που η χαρά αποτυπωνόταν στα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Και κάθε φορά που εκείνη τον έπιανε να την κοιτάει τον αγκάλιαζε τρυφερά, εκείνος άφηνε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της και συνέχιζαν αγκαλιασμένοι τον περίπατο τους.

Επέστρεψαν στο σπίτι αργά το απόγευμα, έχοντας για ακόμα μια φορά παγώσει τον χρόνο στις στιγμές που ζούσαν. Ο Λάμπρος έβαλε την Ελένη να καθίσει στον καναπέ, που βρισκόταν απέναντι από το τζάκι, κι ο ίδιος, αφού τη φίλησε γλυκά στο μάγουλο πήγε να ανάψει τη φωτιά. Το βλέμμα της Ελένης έπεσε πάνω σε ένα βιβλίο που βρισκόταν στο τραπεζάκι. Το είχε ξεχάσει ο Λάμπρος, την προηγούμενη μέρα όταν τακτοποιούσαν τα πράγματά τους.

Το πήρε στα χέρια της και πέρασε τα δάχτυλα της απαλά πάνω από το εξώφυλλο. Το άνοιξε κι αμέσως η μυρωδιά του χαρτιού πλημμύρισε τους πνεύμονές της. Χάιδεψε τις σελίδες, ξεφυλλίζοντας τες αργά. Το βλέμμα της έπεσε σε ένα ποίημα που αναγνώρισε από τον πρώτο κιόλας στίχο. Της το είχε αναφέρει ο Λάμπρος σε ένα από τα γράμματα του. Πώς θα μπορούσε να το ξεχάσει.

Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ' ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ' ἀγάπησες.

Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.


Μια νέα αρχήWhere stories live. Discover now