Κεφάλαιο 23

318 16 0
                                    

Οι δύο οικογένειες είχαν μαζευτεί στο σπίτι του Μιλτιάδη και περίμεναν αγωνιωδώς τον Λάμπρο και την Ελένη. Από λεπτό σε λεπτό περίμεναν να δουν την πόρτα να ανοίγει. Είχαν να τους δουν μια εβδομάδα και τους είχαν λείψει.

Μόλις άκουσαν τον θόρυβο της πόρτας σηκώθηκαν όλοι από τις θέσεις τους, για να τους υποδεχτούν. Η Ελένη μπήκε πρώτη στο σπίτι και πίσω της ακολούθησε ο Λάμπρος με τις βαλίτσες τους.

Η Ασημίνα και η Δρόσω αγκάλιασαν αμέσως την αδερφή τους κι εκείνη τις κράτησε σφιχτά σε μια στοργική αγκαλιά. Στη συνέχεια έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της σα μικρό παιδί, ενώ κι ο Λάμπρος αγκάλιασε με θέρμη τον αδερφό και τον πατέρα του.

Κάθισαν να ξαποστάσουν και έδωσαν στους δικούς τους τα δώρα τους. Η ικανοποίηση που ένιωσαν βλέποντας τη χαρά στα πρόσωπα των αγαπημένων τους, καθώς άνοιγαν με ενθουσιασμό τα δώρα τους, ήταν απερίγραπτη. Εκείνοι τους ευχαρίστησαν ξανά και ξανά, λέγοντάς τους πως δεν ήταν ανάγκη, ωστόσο εκείνοι δεν άκουγαν κουβέντα.

Το βράδυ δεν κατάλαβαν πότε τους πήρε ο ύπνος. Ο Λάμπρος είχε πάει στην κουζίνα να πάρει ένα ποτήρι νερό και μόλις επέστρεψε στην κάμαρη της βρήκε να κοιμάται γαλήνια. Μαγεύτηκε μπροστά σ' αυτή την εικόνα. Πήγε κοντά της, κάθισε στο κρεβάτι και την τράβηξε μαλακά στην αγκαλιά του. Έμεινε να χαϊδεύει τα μαλλιά της, μπλέκοντας αδιάκοπα τα δάχτυλά του στις μπούκλες της, ώσπου αποκοιμήθηκε κι εκείνος, εξαντλημένος από το ταξίδι.

Η Ελένη καθόταν στον καναπέ και διάβαζε ένα βιβλίο. Ήταν μόνη της στο σπίτι και δεν είχε κάτι να κάνει. Ο Λάμπρος της είχε απαγορεύσει να ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού στην κατάστασή της. Το μόνο που της επέτρεπε ήταν το μαγείρεμα. Πολλές φορές του παραπονιόταν ότι βαριέται να κάθεται όλη μέρα, όμως ο άντρας της δε σήκωνε κουβέντα. Κι εκείνη δεν του έφερνε πλέον αντίρρηση. Ο Λάμπρος καταλάβαινε ότι της ήταν δύσκολο αυτό που της ζητούσε γι' αυτό συχνά φρόντιζε να πηγαίνουν μαζί περιπάτους στο χωριό, ακόμα και βόλτες στη Λάρισα, ώστε να της προσφέρει λίγη χαρά.

Το ελαφρύ τρίξιμο της πόρτας που άνοιξε έσπασε την ησυχία του σπιτιού. Ο Λάμπρος μπήκε ενθουσιασμένος στο σπίτι, κάτι που η Ελένη αντιλήφθηκε αμέσως. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα κουτί που κρατούσε. Εκείνος κάθισε δίπλα της και φίλησε τρυφερά τα χείλη της. "Τι κάνεις καρδιά μου; Διαβάζεις;" τη ρώτησε με περιέργεια κι εκείνη του ένευσε θετικά σε απάντηση. "Τι κρατάς εκεί;" αποκρίθηκε εκείνη δείχνοντάς του το πακέτο. Εκείνος χαμογέλασε. "Για σένα είναι" της είπε απλά και της έδωσε το κουτί. Η Ελένη το άνοιξε και αντίκρισε μια κορνίζα που είχε τη φωτογραφία τους από το Παρίσι. 

Μια νέα αρχήOnde histórias criam vida. Descubra agora