Κεφάλαιο 2°

2K 250 68
                                    

   ~Μάθε ότι αι συμφοραί των                    ανθρώπων άρχουσι και ουχί          άνθρωποι των συμφορέων...~

Βρωμιά. Δυσωδία. Κτηνωδία στο μεγαλείο της.
Πεταμένα κορμιά και κουρελιασμενες ψυχές, η μία πάνω στην άλλη έφτιαχναν όλες μαζί μια εικόνα βαρβαρότητας, πλήρους αποσύνθεσης της φυσικής τάξεως των πραγμάτων και ανείπωτης φρικαλεότητας. Σαν τσουβαλια πεταμένες σε ένα χώρο που δεν έφτανε ούτε για πέντε, εκείνες ήταν είκοσι...
είκοσι μικρές αθώες ψυχούλες , έχαναν τη ζωή τους χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Χωρίς να ξέρουν που είναι η μάνα και ο πατέρας. Χωρίς να έχουν ιδέα ποιος είναι ο προορισμός μα ούτε και η αρχή τους πλέον.
Μερικές ήταν πέντε, άλλες εφτά, οχτώ και η μεγαλύτερη δέκα ...
Έμαθαν πως το κλάμα φέρνει ράπισμα και η φωνή χαστούκια, ενώ όσες τόλμησαν να αντισταθούν και να φωνάξουν, έγιναν παράδειγμα προς αποφυγήν για τις υπόλοιπες.
Εκείνες ήταν μαζεμένες στην άλλη άκρη. Τα γυμνά τους κορμάκια πάγωναν από την υγρασία, ήταν γεμάτα μώλωπες και κοκκινίλες ενώ αν τις κοιτούσε κάποιος από μακριά ήταν σαν να έβλεπε ένα τεράστιο γλυπτό από ανθρώπινα σώματα με μάτια φοβισμένα και άψυχα.

Τα αμπάρια ήταν γεμάτα από δωμάτια σαν και αυτά. Κορίτσια από κάθε χώρα και κάθε εθνικότητα μα όλες, είχαν ένα κοινό... Τη παιδική, τρυφερή τους ηλικία που έσβηνε.

Ένα τραγουδάκι άρχισε να πλανάται στον αέρα σε μια γλώσσα που σχεδόν καμία άλλη δεν κατάλαβε... Έμοιαζε με συρτό μοιρολόι και με νανούρισμα συνάμα. Ένα κοριτσάκι μικροκαμωμένο στην αριστερή μεριά του δωματίου ήταν δεν ήταν στα 10 ξεκίνησε να κλαίει ενώ από τα χείλη της έβγαζε εκείνο το ρυθμο της θλίψης.
Όλα κοιτούσαν τρομαγμένα προς τη πόρτα ενώ όσο κι αν πάσχιζαν να βρούνε λίγη γαλήνη, εκείνη απουσίαζε απόψε.

Τσαλακωμενες θολές υπάρξεις μιας άλλης πραγματικότητας που έπαψε να υφίσταται από την ώρα της απομάκρυνσης από τη φωλιά.
Γιατί κάθε σπίτι, όπως κι αν είναι αυτό, είτε μεγάλο είτε μικρό, είτε ακόμα και μια κούτα στο δρόμο, είναι φωλιά ...

"unde e mama mea? " ακούστηκε το ένα ενώ σαν καταλαβαν τι ζητάει , δακρυσαν όλα μαζί...

"Evi özledim ..."

"Quiero volver!"

"mom ...."

Δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω από τις μανάδες τους, και την επιστροφή.
Το πλοίο κουνούσε ασταμάτητα και μέσα στις μικρές φωνές, εκείνη συνέχισε να τραγουδά σαν να ήξερε καλά το προορισμό...
Σαν να είχε βιώσει για δεύτερη φορά μια αρπαγή και ήξερε ότι δεν υπάρχει λύτρωση.

The Protector 6 :Μέση ΓηМесто, где живут истории. Откройте их для себя