Κεφάλαιο 7°

1.5K 236 31
                                    

~Εκει που εσύ αγαπάς, ένας άλλος μισεί και εκεί που εσύ μισείς ένας άλλος ψάχνει να βρει τη λύτρωση~

Μαζεύτηκε σε μια άκρη σαν άκουσε τη ξύλινη πόρτα να τρίζει. Δεν είχε ιδέα που ήταν. Από την ώρα που άνοιξε τα ματια της βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα ξένο χώρο. Ένα δωμάτιο που σίγουρα δεν άνηκε στο παλιό της σπίτι. Εκείνο τουλάχιστον που αποκαλούσε έτσι κι ας ήταν κολαστήριο.
Ο χώρος δεν ήταν μικρός. Υπήρχε ένα παλιό πέτρινο λουτρό , μια επιδαπέδια κατασκευή που έμοιαζε με κρεβάτι πάνω στο οποίο ξύπνησε και αντί για φώτα, είχε ανάμεσα κεριά κατά μήκος όλου του τοίχου καθώς και κάποιες λάμπες λαδιού στα παράθυρα.
Όχι πως είχε τη δυνατότητα να κοιτάξει απ' έξω. Τα τζάμια τους ήταν βαμμένα σε διάφορα χρώματα με τα βασικά να είναι το κόκκινο και το μπλε. Αν και οι τοίχοι ήταν πέτρινοι δεν ένιωθε καθόλου το κρύο που συνήθως συνοδεύεται από την πέτρα. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε σαν ξύπνησε ήταν ένας έντονος πόνος στην πλάτη, στα πόδια και στα χέρια. Πονούσε παντού...
Αγκάλιασε τα γόνατά της, μαζεύτηκε όσο πιο πολύ μπορούσε στην άκρη του κρεβατιού και βλέποντας ένα αμυδρό φως να πλησιάζει κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας ένας πρωτόγνωρος φόβος κατέκλυσε το κορμί της.
Ποιος ερχόταν; Τι ήθελε; Πώς κατάφερε να τη πάρει από εκεί μέσα; Που ήταν η Αναστασία; Τι επεγιναν όλοι;
Έτσι όπως κατρακυλούσε η ζωή της όλα αυτά τα χρόνια δεν ήξερε αν έπρεπε να περιμένει κάτι καλύτερο ή κάτι χειρότερο από ότι ήδη ζούσε.

Για τη Λεϊλα, οι μνήμες σταμάτησαν ώρες πριν όταν έπεσε αναίσθητη και ήταν ακόμα στα χέρια τους. Χέρια τα οποία ένιωθε μέχρι και τώρα  να αγγίζουν την ψυχή της, να κατασπαράζουν τα μέσα της και να καταστρέφουν ότι τις είχε απομείνει... Την ανθρωπιά της.

Οι μεντεσέδες ετριξαν, η πόρτα άνοιξε και εκείνη έχοντας κολλημένο το φοβισμένο της βλέμμα, κράτησε την ανάσα της ώσπου είδε ένα γνώριμο πρόσωπο και βουρκωσε

"Αναστασία!!" Βάζοντας δύναμη στα σακατεμενα της πόδια έκανε να σηκωθεί μα στο πρώτο βήμα έπεσε καταχαμα

"Μη σηκώνεσαι!!" πρόλαβε και την έπιασε. Την ξάπλωσε απαλά και την αγκάλιασε. "Δεν έχεις γίνει καλά ακόμα... Σε παρακαλώ ξάπλωσε"

"Που είμαστε;"

"Μας πήραν από εκεί κορίτσι μου..." Η Αναστασία δεν ήξερε πώς να της πει όσα έγιναν. Έτσι προτίμησε να τα πει όλα ευθέως. "Μόλις σε έφεραν σε μένα και σε είδα σε εκείνη τη κατάσταση δεν άντεξα Λεϊλά... Έβαλα όσο ποντικοφάρμακο αγόρασα νωρίτερα στο φαγητό τους..." Η Λεϊλα έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης μα η Αναστασία συνέχισε "Θυμάσαι τον άντρα από το παζάρι; Ήταν και αυτός εκεί. Μάλιστα τόσο αυτός όσο και οι άντρες που είχε μαζί ούτε που άγγιξαν το φαγητό... Σαν να ήξεραν πως είχε μέσα δηλητήριο... Πέθαναν όλοι κοριτσάκι μου... Μάνα, γιοί γυναίκες παιδιά... Δεν άφησα τίποτα να μείνει ζωντανό εκεί μέσα και ανάθεμα με, παίρνω όλο το βάρος στη ψυχή μου μα το ευχαριστήθηκα. Τους ξεπαστρεψα όλους!"

The Protector 6 :Μέση ΓηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora