Κωνσταντίνος POV
Η πόρτα ανοίγει, αποκαλύπτοντας την γυναίκα που έχω αγαπήσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σε αυτόν τον κόσμο.
«Ντίνο μου!»
Αναφωνεί μόλις με βλέπει.
«γυναικάρα μου!»
Αποκρίνομαι φωναχτά, αρπάζοντας την ταυτόχρονα στην αγκαλιά μου.
«γυναικάρα μου! να ξερες πόσο μου έλειψες»
Συνεχίζω καθώς την στριφογυρίζω. Την ακούω να γελάει και πραγματικά σκέφτομαι ότι αυτός ο ήχος μου είχε λείψει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
«σιγά βρε αγόρι μου, θα σπάσεις κανένα πλευρό, σιγά»
Λέει ανάμεσα από τα χαχανητά της. Την αφήνω απότομα από την αγκαλιά μου, για να την κοιτάξω κατά πρόσωπο.
«Ελενίτσα μου, δεν ελπίζω να χάλασες την δίαιτα σου»
Λέω, ανασηκώνοντας το φρύδι μου. Παρατηρώ τα μάγουλα της να κοκκινίζουν, όπως τότε όταν ήμουνα μικρός και την έπιανα να τρώει τα μπισκότα μου.
«εμ, όχι βρε Ντίνο μου. Απλά τώρα τελευταία ακολουθώ μια φαρμακευτική αγωγή και έχω γίνει σαν μπαλόνι»
Πάντοτε ήταν έτσι... εύσωμη, αλλά έτσι την έχω συνηθίσει και δεν θα ήθελα να την αλλάξω με τίποτα!
«γυναικάρα μου!»
Λέω και μετά αφήνω ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο της.
«όπως και να είσαι, κουκλάρα είσαι»
Προσθέτω, κάνοντας την να χαχανίσει ξανά. Εκείνη την στιγμή, εμφανίζεται και η Δέσποινα στην είσοδο.
«αγόρι μου!»
Λέει γεμάτη συγκίνηση καθώς με τραβάει στην αγκαλιά της.
«πόσο χαίρομαι που σε ξανά βλέπω»
«δεν σου είπα ότι θα έρθω σύντομα; να μαι λοιπόν!»
Λέω ενώ ισιώνω το σώμα μου για να την κοιτάξω κατά πρόσωπο. Φαίνεται χαρούμενη, πραγματικά χαρούμενη.
«μου έλειψες πολύ»
Λέει και μετά αφήνει ένα στοργικό φιλί στο μάγουλο μου. Χαμογελάω.
«κι εμένα μου έλειψες Δέσποινα, πολύ»
Αποκρίνομαι πριν ξανά χωθώ στην αγκαλιά της. Εκείνη την στιγμή, βλέπω τον πατέρα μου να εμφανίζεται στον διάδρομο.
«βρε καλώς τον. Τι έγινε μικρέ; μας θυμήθηκες επιτέλους;»
Ρωτάει καθώς βαδίζει προς το μέρος μας. Ισιώνω το σώμα μου, κρατώντας όμως το χέρι μου τυλιγμένο γύρω από τους ώμους της Δέσποινας.
«μου έλειψαν οι γυναίκες της ζωής μου»
Λέω, περνώντας το ελεύθερο χέρι μου γύρω από την Ελένη. Αυτές οι δύο είναι οι μοναδικές γυναίκες που με καταλαβαίνουν, για αυτό και τις λατρεύω.
«μμ, μια ζωή υπερβολικός»
Σχολιάζει ο πατέρας μου, παίρνοντας την σοβαρή του έκφραση.
«καθόλου υπερβολικός! Και για να σου το αποδείξω, απόψε θα τις βγάλω έξω»
Η έκπληξη φαίνεται καθαρά στα πρόσωπα όλων.
«τι λες πάλι βρε τρελό;»
Ρωτάει η Ελένη, τσιμπώντας μου το μάγουλο. Ξέρει ότι αυτό με εκνευρίζει, αλλά συνεχίζει να το κάνει! Από μικρό παιδί της το λέω, αλλά αυτή τίποτα.
«θέλετε να το επαναλάβω; ωραία λοιπόν, απόψε θα σας βγάλω για φαγητό. Και δεν θέλω αντιρρήσεις!»
Λέω με κατηγορηματικό τόνο.
«για φαγητό θα μας βγάλεις;»
Η Ελενίτσα μου φυσικά πήρε φόρα.
«εσύ κάνεις δίαιτα»
Αποκρίνομαι καθώς της τσιμπάω παιχνιδιάρικα την μύτη.
«έλα, φτάνει με τις γλύκες. Έχουμε και να συζητήσουμε κιόλας»
Πετάει ξαφνικά ο πατέρας μου, προκαλώντας με να στρέψω όλη μου την προσοχή επάνω του.
«ότι πεις, μεγάλο αφεντικό»
Λέω ειρωνικά, ρίχνοντας του μια σύντομη ματιά. Ευτυχώς αποφασίζει να φύγει, αφήνοντας με μόνο μου με τις δύο πιο υπέροχες γυναίκες αυτής της γης.
«για πες βρε τέρας, πως τα πέρασες εκεί στην Αγγλία;»
Ρωτάει αμέσως η Ελένη, κάνοντας με να χαμογελάσω ξανά. Η Ελένη είναι η νταντά μου. Με φρόντιζε από τότε που χάσαμε την μητέρα μου.
«έλα βρε Ελένη, άφησε τον να πάρει μια ανάσα»
Η Δέσποινα από την άλλη είναι η μητριά μου. Ο πατέρας μου την παντρεύτηκε όταν ήμουν δεκαεφτά. Στην αρχή η αλήθεια είναι πως δεν την συμπαθούσα καθόλου. Πίστευα ότι ήθελε να πάρει τη θέση της μαμάς μου στο σπίτι, και αυτό με έκανε αντιδραστικό απέναντι της. Προσπαθούσα συνεχώς να της πηγαίνω κόντρα, αλλά όταν μου μίλησε ξεκάθαρα για τις προθέσεις της... τότε κατάλαβα ότι είναι ένας διαμαντένιος άνθρωπος.
«μην τσακώνεστε κορίτσια μου, όλα θα τα μάθετε, με κάθε τους ανατριχιαστική λεπτομέρεια»
Λέω, αφήνοντας τες να με οδηγήσουν ως το σαλόνι.Νόρας POV
«καλή συνέχεια, κύριε Βασίλη»
«στο καλό κούκλα μου»
Με χαιρετά το αφεντικό μου, την στιγμή που βγαίνω από τον φούρνο. Άλλη μια κοπιαστική ημέρα, έλαβε τέλος. Τώρα θα πάω σπίτι μου, θα βοηθήσω την μαμά και θα κάνω κάποιες δουλειές και στην γιαγιά. Κρεμάω την τσάντα στον ώμο μου, παίρνοντας τον δρόμο για το σπίτι. Σήμερα όλα φαίνονται παράξενα ήρεμα στην γειτονιά μας. Ούτε φωνές παιδιών, ούτε κάποια φασαρία, ούτε καν οι τσιρίδες των γυναικών!. Πολύ παράξενο για τη δική μας γειτονιά.
«Νόρα!»
Ξαφνικά, ακούω μια γνωστή αντρική φωνή να με καλεί. Γυρίζω το κεφάλι για να δω τον Ματέο να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου.
«τι κάνεις; που πας;»
«σπίτι»
«μόνη σου;»
Ρωτάει, κάνοντας με να υψώσω το βλέμμα μου στον ουρανό.
«ναι Ματέο, μόνη μου»
«γιατί μου συμπεριφέρεσαι έτσι ρε Νόρα;»
Πετάει ξαφνικά ενώ με αρπάζει από τον αγκώνα. Το βλέμμα μου σκαρφαλώνει γρήγορα στο πρόσωπο του.
«Ματέο, άφησε με ήσυχη επιτέλους»
Λέω καθώς τραβάω το χέρι μου από την λαβή του. Ευτυχώς με αφήνει.
«κάποτε κάναμε πολύ παρέα εμείς οι δύο»
«επίσης κάποτε δεν ήσουν και μπλεγμένος!»
Πετάω με την φωνή μου να ανεβαίνει αρκετές οκτάβες. Αμέσως όμως το μετανιώνω, καθώς θυμάμαι ότι βρισκόμαστε στη μέση του πεζοδρομίου.
«αρχικά, σταμάτα να φωνάζεις. Δεύτερον, ξέρεις ότι έμπλεξα για χάρη σου, για να σε βοηθήσω με το χρέος του πατέρα σου»
Ρουθουνίζω ειρωνικά μόλις ακούω τα λόγια του.
«λάθος Ματέο. Έμπλεξες επειδή ήθελες να το κάνεις. Σου αρέσει να φαίνεσαι ο επικίνδυνος, ο νταής που δεν μασάει τα λόγια του»
«μονάχα έτσι επιβιώνεις κοντά στους Έλληνες Νορίτα, πάρτο επιτέλους χαμπάρι!»
Αποκρίνεται, ακουμπώντας με τον δείκτη του το μέτωπο μου. Έχω βαρεθεί να ασχολούμαι μαζί του. Κάποτε είμασταν κολλητοί, αλλά τον τελευταίο καιρό ο Ματέο έχει μπλέξει σε περίεργες καταστάσεις, και μένα αυτά δεν μου αρέσουν.
«μη με ξανά ενοχλήσεις»
Του πετάω προειδοποιητικά, πριν φύγω από κοντά του. Δεν θέλω να μας δουν στην γειτονιά ότι μιλάμε, μετά θα μου βγει και μένα το όνομα. Και δυστυχώς είναι πολύ εύκολο σε μια ξένη χώρα να σε κατηγορήσουν για το οτιδήποτε.
«νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις μόνη σου;»
Αμέσως γυρίζω το κεφάλι για να τον κοιτάξω από μακριά.
«δεν είμαι μόνη μου, έχω την οικογένεια μου»
«και νομίζεις πως αυτό είναι αρκετό;»
Αντιγυρίζει, έχοντας ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο του. Κουνάω καρτερικά το κεφάλι μου. Θα θελα τώρα να του απαντήσω, αλλά δεν θα το κάνω. Στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει λόγος να του δίνω εξηγήσεις, δεν μου είναι τίποτα πλέον. Συνεχίζω τον δρόμο μου για το σπίτι, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες. Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε κανέναν να μου χαλάσει την μέρα.
YOU ARE READING
Η λεωφόρος των ονείρων
Non-FictionΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.