Νόρας POVΤο ίδιο βράδυ, καθόμαστε μαζί με την γιαγιά στο σαλόνι, κοιτάζοντας τηλεόραση. Δηλαδή εκείνη την κοιτάζει, γιατί εγώ έχω βυθιστεί σε σκέψεις. Αύριο ξεκινάω την πρώτη μου ημέρα στην καινούργια μου δουλειά! Επιτέλους θα είμαι σε έναν άλλο φούρνο, μακριά από εκείνον τον παρανοϊκό. Νιώθω λες και αλλάζω σελίδα στην ζωή μου.
«ποιος ήταν αυτός που σε πήρε και που σε έφερε;»
Η ερώτηση της γιαγιάς μου με κάνει να αναπηδήσω από την θέση μου. Πότε πρόλαβε και τον είδε;
«με κατασκοπεύεις;»
Ρωτάω, ανασηκώνοντας καχύποπτα το φρύδι μου. Την παρατηρώ να με κοιτάζει πάνω από τα γυαλιά της.
«όλη η γειτονιά σας είδε»
Ω, τέλεια! κατάφερα να ξεχάσω όλες τις κουτσομπόλες που τυγχάνει να έχουμε στην γειτονιά μας. Ξεφυσάω, τρίβοντας παράλληλα το μέτωπο μου.
«ακούω»
«είναι απλά ένας... φίλος»
Απαντάω λιτά, με το χέρι μου να μετακινείται στα μαλλιά μου. Η καχυποψία δεν φαίνεται να την έχει εγκαταλείψει. Να πάρει, γιατί είναι τόσο επίμονη αυτή η γυναίκα;
«ας πούμε ότι σε πιστεύω»
Ωραία, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να παίξω το σωστό χαρτί.
«συγγνώμη, πρέπει ντε και καλά να έχω σχέση μαζί του; δεν μπορώ να κάνω απλά παρέα με έναν άντρα;»
«δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα, νεαρή μου»
Φυσικά, παλιά μυαλά. Τι κάθομαι και συζητάω; αφού δεν πρόκειται να με καταλάβει. Σηκώνομαι από τον καναπέ, αφήνοντας έναν αναστεναγμό να ακουστεί στον χώρο. Δεν την έπεισα, αλλά στην τελική... δεν έγινε και κάτι. Με τον Κωνσταντίνο δεν είμαστε τίποτα, ούτε καν φίλοι βασικά. Θα μπορούσες να μας χαρακτηρίσεις ως... απλούς γνωστούς. Αύριο θα ξανά βγω μαζί του. Νιώθω ήδη το πλατύ χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά μου. Χαζή Νόρα! Εντωμεταξύ δεν του ανέφερα την καταγωγή μου και το πραγματικό μου όνομα. Θέλω να πω ότι και το όνομα Άννα είναι το κανονικό μου, απλά αυτό είναι το χριστιανικό, δηλαδή μου το έδωσαν όταν με βάφτισαν, και... Θεέ μου, τι λέω; έχω κατά μπερδευτεί.Κωνσταντίνος POV
Καθόμαστε έξω, στον κήπο του σπιτιού. Η Αριάδνη έχει καθίσει μαζί μας και δεν λέει να φύγει! Ομολογώ ότι η παρουσία της μου δημιουργεί νευρικότητα για κάποιον μυστήριο λόγο. Δεν λέω, ωραία κοπέλα, αλλά... αλλά... αλλά δεν ξέρω τι σκατά μου συμβαίνει αυτή την στιγμή.
«εσύ Κωνσταντίνε;»
Μόλις ακούω το όνομα μου σηκώνω απότομα το κεφάλι για να τους κοιτάξω όλους. Ο πατέρας μου έχει τσιτώσει ελαφρώς, η Αριάδνη μου ρίχνει μια πονηρή ματιά θα τολμούσα να πω, και η Δέσποινα δείχνει να είναι η μοναδική που με έχει καταλάβει. Και τώρα εγώ πρέπει να αντιμετωπίσω τρεις διαφορετικούς ανθρώπους. Τέλεια!
«τι εγώ;»
«είναι αγένεια να μη δίνεις σημασία σε μια κυρία, Κωνσταντίνε»
Με μαλώνει ο πατέρας μου, μιλώντας μέσα από τα δόντια του. Ανοίγω το στόμα μου, έτοιμος να του επιτεθώ με τις λέξεις μου.
«ο Κωνσταντίνος είχε μια γεμάτη μέρα σήμερα, αγάπη μου. Προφανώς είναι αρκετά κουρασμένος για να παρακολουθήσει την συζήτηση μας»
Η Δέσποινα ως συνήθως σπεύδει να εξομαλύνει την κατάσταση ανάμεσα μας. Την κοιτάζω έντονα. Πάντα αυτό κάνει, μόνο και μόνο για να μην συγκρουστώ με εκείνον.
«αλήθεια, πως ήταν η μέρα σου Κωνσταντίνε;»
Με ρωτάει ξαφνικά η Αριάδνη, ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι της. Γιατί νομίζω ότι αυτή η κοπέλα έχει περισσότερο θάρρος από όσο της έχω δώσει;
«είχα κάτι... μικρό δουλειές να κάνω»
Απαντάω, νιώθοντας μαγκωμένος απέναντι σε όλους. Γαμώτο, δεν μου αρέσει το κλίμα σε αυτό το τραπέζι. Σηκώνομαι από την καρέκλα μου, προκαλώντας όλα τα βλέμματα να στραφούν επάνω μου.
«με συγχωρείτε, αλλά θα σας αφήσω. Καλό σας βράδυ»
Λέω και μετά φεύγω προς το δωμάτιο μου, χωρίς να περιμένω κάποια απάντηση. Ευτυχώς, κατάφερα να ξεφύγω. Μόλις φτάνω κοντά στην σκάλα, νιώθω ένα χέρι να με πιάνει από το μπράτσο. Και πάνω που νόμιζα ότι ξέφυγα. Γυρίζω το κεφάλι για να αντικρίσω την Δέσποινα.
«μπορώ να σου μιλήσω;»
Αφήνω μια ανάσα κούρασης να ξεφύγει από τα χείλη μου.
«ναι, αλλά όχι εδώ»
Απαντάω και μετά ανεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά. Μόλις μπαίνουμε στο δωμάτιο μου, κλείνω την πόρτα, ώστε να σιγουρευτώ ότι δεν θα μας ενοχλήσει κανείς.
«ωραία, σε ακούω»
Λέω, βαδίζοντας προς το κρεβάτι μου.
«που ήσουν εξαφανισμένος όλη την ημέρα;»
Ρωτάει, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της και κοιτάζοντας με με εκείνο το καχύποπτο ύφος που σε κάνει να λυγίσεις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αν ήμουν δέκα χρονών, σίγουρα θα είχα υποκύψει, αλλά τώρα είμαι είκοσι τέσσερα, είμαι άντρας! επομένως, δεν μπορεί να με επηρεάσει.
«όπως είπα και στο τραπέζι, είχα δουλειές»
Που... πάνω κάτω αλήθεια είναι αυτό. Κάθομαι στο κρεβάτι και την παρακολουθώ να περπατά αργά προς το μέρος μου.
«Ντίνο, ξέρεις ότι αυτές οι δικαιολογίες... δεν περνάνε σε μένα. Για αυτό λοιπόν λεγε που ήσουν»
Γιατί να είναι τόσο επίμονη αυτή η γυναίκα; Αφήνω έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό.
«τι θέλεις να ακούσεις Δέσποινα;»
«ότι δεν ήσουν με αυτή την Αριάδνη»
Η απάντηση της σκάει σαν βόμβα στα αυτιά μου.
«ορίστε;»
Λέω, αφήνοντας παράλληλα ένα ειρωνικό γελάκι. Ώστε αυτή λοιπόν είναι το πρόβλημα;
«όχι, μην ανησυχείς, δεν ήμουν μαζί της. Αλλά γιατί υπάρχει αυτή η αντιπάθεια ξαφνικά; νόμιζα ότι την συμπαθούσες»
Λέω, ανασηκώνοντας υπεροπτικά το φρύδι μου. Εκείνη χαμογελάει στραβά, δείχνοντας να έχει μαλακώσει κάπως.
«δεν αμφισβητώ ότι είναι καλή, απλώς... δεν είναι καλή για εσένα»
Χμμ, τώρα άρχισαν ξανά οι συμβουλές της Δέσποινας. Ομολογώ ότι μου είχαν λείψει.
«άρα με συμβουλεύεις να μην μπλέξω μαζί της;»
«ακριβώς. Είναι απλά ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο. Εσύ κοίταξε να βρεις κάποια που θα σε αγαπάει για αυτό που είσαι!»
Αν και η Δέσποινα μεγάλωσε με άνεση, μιας και οι γονείς της είχαν δική τους επιχείρηση, δεν την άκουσα ποτέ να αναδεικνύει τα πλούτη της. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που την αγαπώ. Πάντοτε μου δίνει τις πιο σωστές συμβουλές, και αφού δεν εγκρίνει την Αριάδνη, τότε και γω δεν πρόκειται να ξανά ασχοληθώ μαζί της. Όχι ότι είχα σκοπό να το κάνω.
«ο δήμαρχος όμως δεν συμμερίζεται τις απόψεις σου»
Μουρμουρίζω, τρίβοντας παράλληλα το μέτωπο μου.
«δυστυχώς με τον πατέρα σου... δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο»
«αυτό είναι και το λάθος του»
Αποκρίνομαι, υψώνοντας ξανά το βλέμμα μου επάνω της. Ένα στοργικό χαμόγελο στολίζει τα χείλη της, καθώς ακουμπάει τα χέρια της στα μάγουλα μου.
«σε αγαπάει, απλώς... έχει τον δικό του τρόπο να στο δείχνει»
Ρουθουνίζω ειρωνικά.
«βασικά, έχει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τον οποίο δεν τον καταλαβαίνει κανείς μας»
Λέω και εκείνη αφήνει ένα μικρό γελάκι να ξεφύγει από τα χείλη της.
«δεν χρειάζεται να τον ακούς. Εσύ κάνε αυτό που σου λέει η καρδιά σου»
Λέει σιγανά και μετά αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο μου.
«πάω κάτω, να ελέγξω τι γίνεται»
Προσθέτει. Ρουθουνίζω ξανά ειρωνικά.
«μμμ, ναι, μην τους χάσουμε και από πελάτες»
Εκείνη γελάει καθώς βγαίνει από το δωμάτιο, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω της. Αυτή και η Ελενίτσα είναι ότι καλύτερο θα μπορούσα να έχω στην ζωή μου. Με βοηθάνε πάντα με τις συμβουλές τους, και μου δίνουν αυτό που δεν μπόρεσα να πάρω από τον πατέρα μου... αγάπη, στοργή, τρυφερότητα. Δυστυχώς ο δήμαρχος ήτανε πάντοτε πολύ απασχολημένος για να δώσει έστω και λίγη σημασία στο παιδί του. Τέλος πάντων, δεν θέλω να επεκταθώ στο συγκεκριμένο θέμα, γίνομαι κλαψιάρης και δεν μου αρέσει. Καλύτερα να κάνω ένα μπάνιο και να κοιμηθώ. Εξάλλου αύριο, με περιμένει μία πολύ ενδιαφέρουσα ημέρα!
أنت تقرأ
Η λεωφόρος των ονείρων
غير روائيΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.