Σταματάω έξω από το σπίτι της. Για κάποιον παράξενο λόγο, θυμόμουν την γειτονιά της. Ποιος εγώ; που μπορεί να ξεχάσω μέχρι και που βρίσκεται το δικό μου το σπίτι. Πατάω την κόρνα του αμαξιού. Μέσα σε δύο λεπτά την βλέπω να ξεπροβάλλει από την πόρτα του μικρού σπιτιού. Για μερικά λεπτά κοντοστέκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι, κοιτάζοντας με έκπληξη το κάμπριο μου. Υποθέτω ότι τώρα... πρέπει να πω κάτι, έτσι; Βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο για να την πλησιάσω με γρήγορα βήματα.
«γειά»
Λέω, τοποθετώντας τα χέρια στις τσέπες του τζιν μου. Τώρα είμαι αμήχανος απέναντι της. Γιατί αισθάνομαι έτσι; συνήθως είμαι πολύ άνετος, πολύ εξωστρεφής, με όλους! Τέλος πάντων, για άλλο λόγο είμαστε εδώ.
«γειά»
«πάμε;»
Ρωτάω, ανοίγοντας την πόρτα του συνοδηγού. Ένα χαμόγελο παιχνιδίζει στα χείλη της.
«πάμε!»
Απαντάει και μετά βολεύεται στο κάθισμα του συνοδηγού. Έχω την υποψία ότι δεν έχει ξανά ανέβει σε κάμπριο. Για κάποιον λόγο αυτό με κάνει να χαμογελάσω. Αμέσως μπαίνω στην δική μου θέση, βάζοντας μπρος το αυτοκίνητο.Νόρας POV
Κοιτάζω με θαυμασμό τριγύρω, απολαμβάνοντας τον καλοκαιρινό αέρα. Πάντοτε μου άρεσαν τα κάμπριο, σου δίνουν μια αίσθηση ελευθερίας. Γυρίζω το κεφάλι για να τον κοιτάξω. Φαίνεται απόλυτα συγκεντρωμένος στον δρόμο. Τώρα όμως έχω την ευκαιρία να τον παρατηρήσω λίγο καλύτερα. Δεν μοιάζει για έναν σκληρό άνθρωπο. Θέλω να πω, η όψη του φαίνεται ίσως... τρομακτική από την πρώτη ματιά, αλλά όσο περνάω χρόνο μαζί του, καταλαβαίνω ότι δεν είναι έτσι. Κοιτάζω τα ρούχα του. Το ύφασμα φαίνεται ακριβό. Αν κρίνω και από το αυτοκίνητό του... μάλλον πρόκειται για έναν άντρα με περιουσία. Αυτή η σκέψη με τρομάζει, για πολλούς λόγους. Μήπως τελικά είμαι ανόητη που τον εμπιστεύτηκα τόσο σύντομα; Ξαφνικά το βλέμμα του στρέφεται στο δικό μου, αφυπνίζοντας με από κάθε μου σκέψη.
«μήπως θέλεις να με ρωτήσεις κάτι;»
Ο τόνος του ακούγεται ευγενικός. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, καθώς στρέφω το βλέμμα μου μπροστά στον δρόμο.
«όχι, τίποτα»
Απαντάω και για καλή μου τύχη δεν το συνεχίζει. Μια μπαλάντα ακούγεται από το ηχοσύστημα του αυτοκινήτου, μια αρκετά γνωστή μπαλάντα θα μπορούσα να πω. Το βλέμμα μου ανεβαίνει στα κλεφτά στο πρόσωπο του. Νομίζω ότι μου αρέσει να τον κοιτάζω. Αλλά... γιατί; τι το διαφορετικό μπορεί να έχει από τους άλλους άντρες; Ξαφνικά, το αυτοκίνητο σταματάει, κάνοντας με να καταλάβω ότι μάλλον φτάσαμε στον προορισμό μας.
«έλα, κατέβα»
Μου λέει μαλακά πριν ανοίξει την δική του πόρτα. Κοιτάζω για μερικά λεπτά το κτίριο που βρίσκεται στα δεξιά μας. Μικρό φαίνεται, αλλά χαριτωμένο. Ελπίζω να με προσλάβουν. Βγαίνω και γω από το αυτοκίνητο και τον ακολουθώ ως το εσωτερικό του κτιρίου. Μένω έκπληκτη, παρατηρώντας την διακόσμηση του μαγαζιού. Όσο χαριτωμένο είναι απέξω, άλλο τόσο είναι από μέσα. Σίγουρα θα μου άρεσε να δουλεύω εδώ! Φυσικά ο κόσμος είναι ασφυκτικός. Φαντάζομαι πόσους πελάτες μπορεί να εξυπηρετούν καθημερινά τα κορίτσια που βρίσκονται πίσω από τον πάγκο.
«βρε βρε βρε, καλώς τους»
Ξαφνικά ακούω μια άγνωστη αντρική φωνή να μας πλησιάζει.
«τι γίνεται φίλε;»
Λέει ο Κωνσταντίνος και τον παρακολουθώ να αγκαλιάζει έναν σχετικά ψηλό άντρα με ξανθά μαλλιά.
«να φανταστώ ότι εσύ είσαι η κοπέλα που ψάχνει για δουλειά, σωστά;»
«ναι, μάλιστα»
Απαντάω, χαρίζοντας στον άγνωστο άντρα ένα ευγενικό χαμόγελο.
«ξέρεις Ορέστη, η Άννα έμαθε ότι ψάχνεις για υπαλλήλους και για αυτό την έφερα εδώ»
Ο λεγόμενος Ορέστης φαίνεται να μπερδεύτηκε με την εξήγηση του Κωνσταντίνου.
«ε, μάλιστα. Έχεις ξανά δουλέψει σε φούρνο;»
«ναι»
Τα φρύδια του ανασηκώνονται από την έκπληξη.
«αυτό είναι πολύ θετικό. Λοιπόν, εντάξει»
Ορίστε; είπε εντάξει;
«αύριο κιόλας μπορείς να ξεκινήσεις. Θα σε έχω δοκιμαστικά για την πρώτη εβδομάδα, και αν τελικά ανταπεξέλθεις στις απαιτήσεις του μαγαζιού... θα σε κρατήσω»
Θεέ μου, νομίζω ότι η καρδιά μου είναι έτοιμη να σκάσει! Τι ευτυχία είναι αυτή! Το βλέμμα μου στρέφεται στον Κωνσταντίνο, ο οποίος μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Δεν μπορώ να το πιστέψω!
«σας ευχαριστώ. Δεν θα το μετανιώσετε, να είστε σίγουρος!»
Τον επιβεβαιώνω καθώς πιάνω σφιχτά το χέρι του. Ένα χαμόγελο έκπληξης σχηματίζεται στα χείλη του.
«το ελπίζω»
«ωραία, εμείς ας... πηγαίνουμε τότε»
Αποκρίνεται ο Κωνσταντίνος, έχοντας ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του.
«θα σε περιμένω αύριο Άννα. Οκτώ το πρωί, μην το ξεχάσεις»
«δεν πρόκειται»
Τον διαβεβαιώνω, συγκρατώντας με το ζόρι την χαρά μου.
«καλή συνέχεια Ορέστη»
Του λέει ο Κωνσταντίνος.
«και σε εσάς»
Αποκρίνεται, κλείνοντας του πονηρά το μάτι. Δεν μου άρεσε αυτή του η κίνηση. Το βλέμμα μου στρέφεται στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου.
«έχεις κάποια δουλειά να κάνεις;»
Η ερώτηση του με εκπλήσσει.
«εμ, όχι»
«ωραία, γιατί σκεφτόμουν, αν το θέλεις και συ φυσικά, να πάμε μια βόλτα»
Λέει, δείχνοντας τώρα αμήχανος μπροστά μου.
«με τα πόδια εννοείται!»
Προσθέτει βιαστικά. Ενα αυθόρμητο χαχανητό ξεφεύγει από τα χείλη μου.
«είσαι σίγουρος;»
Ρωτάω. Ένα μικρό χαμόγελο αισιοδοξίας τολμά να εμφανιστεί στο πρόσωπο του.
«πολύ σίγουρος»
Απαντάει, κάνοντας ένα δειλό βήμα κοντά μου.
«πάμε;»
Τα μάτια του έχουν μια ιδιαίτερη λάμψη. Δείχνουν καθαρά, όπως ο ουρανός το καλοκαίρι. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου.
«σε ακολουθώ»
Του απαντώ σιγανά, κοιτώντας τον ευθεία μέσα στα μάτια.
KAMU SEDANG MEMBACA
Η λεωφόρος των ονείρων
NonfiksiΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.