Καλέ, την φίλησε!

504 59 11
                                    

Νόρας POV

«καλή σας όρεξη»
Λέω καθώς δίνω τις μπουγάτσες στην πελάτισσα.
«ευχαριστώ. Καλή συνέχεια»
Λέει και μετά φεύγει από το μαγαζί. Ωραία, πάει και αυτή. Συνεχίζουμε δυναμικά!
«Άννα»
Αμέσως γυρίζω το κεφάλι για να δω τον κύριο Ορέστη να με πλησιάζει.
«παρακαλώ»
«κάποιος σε περιμένει στην πίσω πόρτα»
Απαντάει, έχοντας ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. Κάτι δεν μου αρέσει στο ύφος του.
«ποιος;»
«μου απαγόρευσε να σου αποκαλύψω το όνομα του»
Τώρα τι είναι αυτό; κάποιου είδους παιχνίδι; Μερικές φορές μου είναι δύσκολο να αντιμετωπίσω τον κύριο Ορέστη σαν αφεντικό μου. Τέλος πάντων, δεν έχω και πολλές επιλογές.
«έρχομαι σε λίγο»
Λέω καθώς λύνω την ποδιά μου.
«με το πάσο σου»
Αποκρίνεται, πλησιάζοντας το ταμείο για να εξυπηρετήσει τον επόμενο πελάτη. Περίεργα πράγματα συμβαίνουν εδώ. Τρέχω προς την πόρτα της κουζίνας, για να βγω στην πίσω μεριά του μαγαζιού. Εκεί βρίσκω τον Κωνσταντίνο να με περιμένει, έχοντας ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του.
«Κωνσταντίνε, τι κάνεις εδώ;»
Ρωτάω, νιώθοντας μια παράξενη ενόχληση μέσα μου. Εκείνος έρχεται προς το μέρος μου, βγάζοντας παράλληλα τα γυαλιά ηλίου από τα μάτια του.
«ήρθα να σε δω»
Απαντάει λιτά ενώ τώρα στέκεται μπροστά μου. Απλώνει τα χέρια για να με αγκαλιάσει, αλλά του ξεφεύγω. Τα φρύδια του σμίγουν.
«τι συμβαίνει;»
«Κωνσταντίνε, εδώ είναι η δουλειά μου και δεν θέλω να με σχολιάζουν»
Λέω με κατηγορηματικό τόνο. Εκείνος απλώνει το χέρι για να το ακουμπήσει στο μάγουλο μου. Σαστίζω με αυτή του την κίνηση.
«δεν το έκανα επίτηδες. Απλά είχα την ανάγκη να σε δω, έστω και για λίγο»
Αποκρίνεται, φέρνοντας το σώμα του κοντά στο δικό μου. Εντάξει, αυτό που είπε μόλις τώρα... ήταν πολύ ωραίο. Αλλά το ύφος του προδίδει κάτι το θλιβερό. Δεν δείχνει να είναι καλά.
«τι σου συμβαίνει;»
Ρωτάω ευθέως. Σηκώνει το βλέμμα του ξανά επάνω μου.
«τίποτα. Τι να μου συμβαίνει δηλαδή;»
«δεν ξέρω, φαίνεσαι λίγο... στεναχωρημένος»
Τα φρύδια του ανασηκώνονται από την έκπληξη.
«αλήθεια;»
«ναι. Πες μου, τι έγινε;»
Ρωτάω, νιώθοντας ένα ρίγος φόβου να διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου. Τον βλέπω να ξεφυσάει, μετακινόντας το χέρι του από το μάγουλο μου στο σβέρκο του.
«έχω κάτι μικροπροβλήματα στο σπίτι»
Απαντάει τελικά, προκαλώντας μου έκπληξη. Μου φαίνεται περίεργο που μου απάντησε τόσο απλά. Τώρα όμως που ανέφερε το σπίτι του, θυμήθηκα τις πληροφορίες που μου έδωσε ο Ματέο σήμερα το πρωί. Ο Κωνσταντίνος είναι ο γιος του δημάρχου, ενός πολύ ισχυρού άντρα. Δεν μπορούμε να μπλέξουμε παραπάνω! Αν μάθει ο πατέρας του για την καταγωγή μου, η ακόμη και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος... Θεέ μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω.
«Κωνσταντίνε, καλό θα ήταν να... να μην βρισκόμαστε»
Λέω, τρίβοντας αμήχανα τα χέρια μου μεταξύ τους. Τα φρύδια του σμίγουν ερωτηματικά.
«πως σου ήρθε τώρα αυτό;»
Λέει, τοποθετώντας τα χέρια στους γοφούς του. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«ο πατέρας σου είναι ο δήμαρχος, ο Παύλος Μεγαπάνος, σωστά;»
Τον ρωτάω για να σιγουρευτώ. Με κοιτάζει για μερικά λεπτά, χαμένος μέσα στις σκέψεις του, ώσπου τελικά μου γνέφει καταφατικά.
«ναι, σωστά»
Για μια στιγμή ήλπιζα ότι θα μου έλεγε όχι, αλλά τελικά έπεσα έξω. Τώρα είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρη. Κάνω ένα διστακτικό βήμα κοντά του.
«εσύ είσαι κάποιος, ενώ εγώ; εγώ είμαι απλά η Άννα! μια φτωχή κοπέλα»
Είμαι και κάτι περισσότερο, αλλά δεν θέλω να του το αναφέρω τώρα, με αυτόν τον τρόπο. Τώρα που το σκέφτομαι... ίσως και να μην το μάθει ποτέ. Ξαφνικά ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του.
«ο πατέρας μου κατέχει τους τίτλους, Άννα. Εγώ είμαι απλά ο Κωνσταντίνος, ένας νεαρός άντρας που δεν έχει κάνει τίποτα το αξιοθαύμαστο στη ζωή του»
Απαντάει, δείχνοντας πολύ άνετος. Αλήθεια, το πιστεύει αυτό που μου ξεφούρνισε μόλις τώρα; νομίζει ότι είναι ένας απλός άντρας; μάλλον δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει να είσαι ο γιος του δημάρχου.
«μέχρι τώρα»
Προσθέτει, με τα μακριά του δάχτυλα να ταξιδεύουν αργά από το μάγουλο στο σαγόνι μου. Το άγγιγμα του με ανατριχιάζει.
«μου αρέσει η παρέα σου, Άννα»
Αυτά τα καστανά του μάτια, κάνουν την καρδιά μου να λιώνει. Εντάξει, το παραδέχομαι, αυτός ο άντρας μου κάνει κάτι. Χαμογελάω συνέχεια όταν είμαι μαζί του, με κάνει χαρούμενη! Το χειρότερο είναι πως δεν ξέρω αν μπορώ να τον δω φιλικά, και υποθέτω ότι το ίδιο ισχύει και για αυτόν.
«λοιπόν; επιμένεις ότι είναι λάθος το να βρισκόμαστε;»
Πετάει ξαφνικά. Μόλις απομακρύνει το χέρι του από το δέρμα μου, αισθάνομαι την απογοήτευση να με κατακλύζει. Δεν ήθελα να με αφήσεις! Ξεφυσάω.
«μάλλον το ξανά σκέφτηκα, και...»
Ξεκινάω, κοιτάζοντας τον όσο πιο αθώα μπορώ. Φυσικά και αισθάνομαι ντροπαλή απέναντι του, αλλά δεν θέλω να του το δείξω, να μην παίρνει και αέρα! Δένω τα χέρια πίσω από την πλάτη μου ενώ παράλληλα δαγκώνω το κάτω χείλος μου.
«θα μπορέσεις να βρεθούμε σήμερα;»
Ρωτάω τελικά, προκαλώντας του ένα γλυκό γελάκι. Φαίνεται πολύ χαριτωμένος έτσι, με το πλατύ χαμόγελο, και με τα καστανά του μάτια να αστράφτουν.
«ακούγεται ενδιαφέρουσα η πρόταση σας, αλλά...»
Αυτό το αλλά σκάει σαν βόμβα στα αυτιά μου, ρίχνοντας για λίγο την διάθεση μου.
«αλλά;»
Ρωτάω, ανασηκώνοντας καχύποπτα το φρύδι μου.
«αλλά θα το σκεφτώ»
Απαντάει, πειράζοντας την μύτη μου με τον δείκτη του. Δεν καταλαβαίνω, θέλει να βγούμε τελικά; η όχι;
«καλύτερα να επιστρέψετε στην δουλειά σας, δεσποινίς»
Προσθέτει με παιχνιδιάρικο τόνο. Συγγνώμη, με κοροϊδεύει;
«δεν είναι δίκαιο αυτό»
Λέω, στενεύοντας τα μάτια μου. Προς έκπληξη μου, βλέπω το πρόσωπο του να πλησιάζει επικίνδυνα το δικό μου. Ξεροκαταπίνω.
«θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ»
Ψιθυρίζει πριν αφήσει ένα σύντομο φιλί στο μάγουλο μου. Η κίνηση του με κάνει να τιναχτώ από την θέση μου. Τι στο καλό; Τον παρακολουθώ να κάνει μεταβολή και να περπατά καμαρωτά προς το αυτοκίνητο του. Ασυναίσθητα, το χέρι μου ανεβαίνει στο μάγουλο μου. Με φίλησε! έστω και αν ήταν στο μάγουλο. Δεν μπορώ να ελέγξω το χαμόγελο που έχει απλωθεί ήδη στο πρόσωπο μου. Έλα Νόρα, πρέπει να συνέλθεις, βρίσκεσαι στην δουλειά! Ανοιγοκλείνω μερικές φορές τα μάτια μου, πριν αποφασίσω να επιστρέψω μέσα στο μαγαζί.

Η λεωφόρος των ονείρωνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora