«ακόμα δεν προλάβαμε να χωρίσουμε και τα έφτιαξες με άλλον; η μήπως τα είχες από πριν μαζί του;»
Τα λόγια του στάζουν δηλητήριο. Τα μάτια μου κλείνουν σφιχτά.
«τι ζόρι τραβάς ρε φιλαράκι;»
Ο Ματέο σπεύδει να με υπερασπιστεί.
«εσύ μην ανακατεύεσαι! στην κυρία μιλάω τώρα»
Κάνει μια παύση και αφήνει ένα ειρωνικό ρουθούνισμα.
«τι κυρία δηλαδή... μόνο αυτό δεν είναι»
Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα για να τον αντικρίσουν. Όλο του το πρόσωπο φανερώνει μίσος, μίσος για εμένα. Αυτό δεν αντέχω να το δω.
«για πρόσεξε τα λόγια σου, αντε γιατί πολύ αέρα πήρες»
Γρυλίζει ο Ματέο καθώς τον πιάνει από τον γιακά του πουκάμισου του. Να πάρει, θα αρπαχτούν!
«Ματέο, σταμάτα»
Λέω ενώ τον τραβάω από τον ώμο. Ευτυχώς με υπακούει, κάνοντας ένα βήμα πίσω.
«αν θέλεις μπορώ να τον διώξω τώρα»
Το ξέρω ότι μπορεί να το κάνει, αλλά δεν θέλω. Ήρθε ως εδώ για να μου μιλήσει, δεν θα του στερήσω λοιπόν αυτή την ευκαιρία.
«καλύτερα να μας αφήσεις μόνους Ματέο»
Τα έκπληκτα καστανά του μάτια στρέφονται επάνω μου.
«είσαι σίγουρη;»
«ναι, πήγαινε»
Επιμένω, νιώθοντας πιο σίγουρη από ποτέ. Μπορεί να είναι έξαλλος τώρα μαζί μου, αλλά ξέρω ότι δεν πρόκειται να μου κάνει κακό.
«κανόνισε και την πειράξεις, μόνο αυτό σου λέω»
Ρίχνει μια τελευταία προειδοποίηση στον Κωνσταντίνο, πριν φύγει από κοντά μας. Περνάνε μερικά λεπτά μέσα σε μια άβολη σιωπή. Το βλέμμα μου ανεβαίνει διστακτικά στο τσιτωμένο του πρόσωπο. Εγώ είμαι υπεύθυνη για την κατάσταση του. Αν του είχα πει την αλήθεια από την αρχή.... δεν ξέρω πόσα πράγματα θα είχαμε αποφύγει, πάντως σίγουρα δεν θα φτάναμε σε αυτό το σημείο.
«γιατί;»
Πετάει τελικά, αλλά δεν του απαντάω. Το μυαλό μου επεξεργάζεται την απάντηση που θα πρέπει να του δώσω.
«γιατί δεν μου το είπες από την αρχή; τι φοβήθηκες;»
Συνεχίζει, με πιο ήπιο τόνο αυτή την φορά. Τα δάκρυα ανεβαίνουν ξανά στα μάτια μου.
«ότι θα σε έχανα»
Απαντάω τελικά και κατεβαίνω ένα σκαλί.
«θα με έχανες; ηλίθια δικαιολογία»
Πετάει, φτύνοντας τις λέξεις από το στόμα του.
«δεν είναι δικαιολογία, είναι η αλήθεια!»
Αποκρίνομαι κάπως απότομα, αλλά το μετανιώνω. Δεν θέλω να μαλώσω μαζί του, για αυτό πρέπει να κρατήσω χαμηλούς τους τόνους.
«η αλήθεια είναι ότι επωφελήθηκες από εμένα! Σου άρεσε που έχω λεφτά, έτσι; σου άρεσε που τα σπαταλούσα για χάρη σου»
Δεν μπορώ να πιστέψω σε όλα αυτά που ακούω. Δεν μπορεί να άλλαξε τόσο απότομα, δε δεν γίνεται
«ποια νομίζεις ότι είμαι;»
Τον ρωτάω σιγανά. Βλέπω μια επικίνδυνη λάμψη στα μάτια του.
«δεν ξέρω. Μάλλον η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα»
Αποκρίνεται, ανασηκώνοντας τους ώμους του. Η καρδιά μου βροντοχτυπά μέσα στο στήθος μου. Η καταιγίδα πλησιάζει, σχεδόν μπορώ να την γευτώ.
«δεν ήθελα να ντρέπεσαι για εμένα»
Τα φρύδια του ανασηκώνονται από την έκπληξη.
«για ποιον λόγο να ντραπώ για εσένα; επειδή είσαι Αλβανίδα;»
Δείχνει σαν να μη τον νοιάζει, σαν να μιλάει απλά για τον καιρό. Μάλλον δεν έχει καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασης.
«εσύ είσαι ο γιος του δημάρχου, πως πιστεύεις ότι θα αντιδράσει ο κόσμος όταν μάθει ότι ο γιος του δημάρχου είναι μπλεγμένος με μια φτωχή μετανάστρια;»
Τα λόγια μου φαίνεται να τον ταρακούνησαν. Το βλέμμα του χαμηλώνει αργά στο πάτωμα, δίνοντας μου την εντύπωση ότι έχει αρχίσει να σκέφτεται τα λόγια μου.
«κανένας δεν θα δεχτεί αυτό που έχουμε Κωνσταντίνε. Και πρώτους από όλους... ο πατέρας σου»
Είτε θέλουμε να το δεχτούμε, είτε όχι, αυτό θα γίνει. Ίσως να το παλέψουμε στην αρχή, αλλά μετά θα πέσουμε.
«ότι ακριβώς μου είπες και συ πριν από μόλις λίγα λεπτά»
Αποφασίζω να ρίξω τελικά το καρφί μου. Εκείνος σηκώνει το κεφάλι για να με κοιτάξει με μεταμέλεια. Μάλλον τώρα κατάλαβε το δικό του λάθος.
«εμείς οι δύο είμαστε ένας επικίνδυνος συνδυασμός»
Προσθέτω, νιώθοντας τις πρώτες γρατζουνιές στην καρδιά μου. Τον παρακολουθώ να κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.
«εντάξει, δεν έγινε και κάτι...»
Πετάει ξαφνικά, προκαλώντας μου έκπληξη.
«περάσαμε κάποιες όμορφες στιγμές, και... αυτό είναι όλο. Τώρα απλά συνεχίζουμε τις ζωές μας από εκεί που τις αφήσαμε»
Αυτό ακούγεται σαν γλυκός θάνατος. Ασυναίσθητα, του χαρίζω ένα τρυφερό χαμόγελο.
«ναι, αυτό πρέπει να κάνουμε»
Νιώθω ήδη τους πρώτους κόμπους δακρύων πίσω από τα μάτια μου. Ξέρω ότι σε λίγο θα κλάψω, και ειλικρινά μισώ τον εαυτό μου που δείχνω αδύναμη μπροστά του.
«δεν θα σε ξανά ενοχλήσω»
Λέει, σηκώνοντας παράλληλα τα χέρια του, ως ένδειξη ήττας. Μου φαίνεται τόσο γελοία αυτή η στιγμή. Δηλαδή τώρα τι; λέμε αντίο; Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου.
«ούτε κι εγώ»
Μουρμουρίζω μηχανικά, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου στο έδαφος. Υποθέτω ότι αυτή η γελοία στιγμή, είναι πραγματική, οπότε και αυτός σε λίγο θα πρέπει να εξαφανιστεί.
«αντίο λοιπόν»
Λέει και μετά τον παρακολουθώ να φεύγει γρήγορα από κοντά μου.
«αντίο»
Ψελλίζω αν και ξέρω ότι δεν μπορεί να με ακούσει πια. Η καρδιά μου διαλύεται σε εκατομμύρια κομμάτια. Όλα γύρω μου καταρρέουν, σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Ο κόσμος χάνεται, και τα συναισθήματα μου καίγονται. Έτσι τελειώνει λοιπόν η ιστορία μας;
KAMU SEDANG MEMBACA
Η λεωφόρος των ονείρων
NonfiksiΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.