Κωνσταντίνος POV
Σταματάω έξω από το σπίτι της και μετά σβήνω το αμάξι. Γυρίζω το κεφάλι για να την κοιτάξω.
«θα σε σκέφτομαι κάθε δευτερόλεπτο»
Ένα πλατύ, παιδιάστικο χαμόγελο απλώνεται στα χείλη της.
«το υπόσχεσαι;»
Χαμηλώνω το πρόσωπο μου στο δικό της.
«το υπόσχομαι»
Λέω και μετά αφήνω ένα σύντομο φιλί στα σαρκώδη χείλη της. Και μόνο που σκέφτομαι ότι δεν θα μπορέσω να την δω για το υπόλοιπο της ημέρας, τρελαίνομαι. Νιώθω ήδη ότι μου λείπει, και ας είναι ακόμα εδώ.
«εσύ θα με σκέφτεσαι καθόλου;»
Ρωτάω, σηκώνοντας δήθεν περήφανα το πιγούνι μου. Χαχανίζει.
«καθόλου»
Απαντάει, παριστάνοντας την σοβαρή. Θέλω τόσο πολύ να την πνίξω στα φιλιά αυτή την στιγμή, αλλά θα παίξω για λίγο ακόμα το παιχνίδι της.
«πόσο καθόλου;»
Ρωτάω. Την παρακολουθώ να έρχεται λίγο πιο κοντά μου.
«από δω μέχρι το φεγγάρι»
Απαντάει σιγανά, πριν αφήσει τα χείλη μας να ενωθούν ξανά. Δεν θέλω να φύγω από δω. Μήπως να την κλέψω και να πάμε να ζήσουμε κάπου μακριά; σε κανένα ερημικό νησί; Ξαφνικά, ακούγεται το τηλέφωνο μου. Γαμώτο μου!
«συγγνώμη για αυτό»
Λέω απολογητικά καθώς βγάζω την συσκευή από την τσέπη μου.
«ναι»
Απαντάω χωρίς καν να κοιτάξω την οθόνη.
«που είσαι;»
Ο πατέρας μου ακούγεται αρκετά έξαλλος από την άλλη γραμμή.
«έρχομαι σε λίγο στο σπίτι»
«έλα και θα τα πούμε καλά εμείς οι δύο»
Γρυλίζει και μετά το κλείνει. Κοιτάζω ερωτηματικά την οθόνη του κινητού.
«όλα καλά;»
Με ρωτάει η Άννα, φανερά ανήσυχη. Ξεφυσάω.
«τα συνηθισμένα, υποθέτω. Τέλος πάντων, πρέπει να πηγαίνω»
Απαντάω και μετά της αφήνω ένα τελευταίο φιλί στα χείλη.
«θα τα πούμε αύριο, η μπορεί και το βράδυ»
«είστε αχόρταγος τελικά, κύριε Μεγαπάνε»
Με πειράζει πριν βγει από το αυτοκίνητο, παίρνοντας και τον σάκο της μαζί. Τι γυναίκα! Βάζω μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκινάω για τον δρόμο της επιστροφής.Νόρας POV
Μένω για μερικά λεπτά παγωμένη στη θέση μου, να τον κοιτάζω καθώς απομακρύνεται. Το σφίξιμο στο στήθος μου μεγαλώνει. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να φύγει, σίγουρα κάτι κακό θα συμβεί. Το νιώθω, κάτι με προειδοποιεί μέσα μου.
«Νόρα!»
Η φωνή του Ματέο με επαναφέρει κάπως απότομα στην πραγματικότητα. Γυρίζω το κεφάλι για να τον δω να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου.
«τι είναι αυτή την φορά;»
Ρωτάω, δείχνοντας χαλαρή απέναντι του.
«σου το είπα ότι θα μπλέξεις γαμώτο. Γιατί δεν με ακούς έστω και για μία φορά!»
Εκπλήσσομαι με το ξαφνικό του ξέσπασμα.
«τι έπαθες; τι συμβαίνει;»
Τον παρακολουθώ να παίρνει μια βαθιά ανάσα, κοιτάζοντας παράλληλα τριγύρω, σαν να ελέγχει κάτι. Γιατί συμπεριφέρεται τόσο παράξενα;
«ο Μεγαπάνος ψάχνει στοιχεία για σένα!»
Τα μάτια μου είναι έτοιμα να βγουν από το κρανίο μου.
«ποιος; ο ο γνωστός; ο δήμαρχος δηλαδή;»
«ναι Νόρα, ο δήμαρχος, ο πατέρας του γκόμενου σου!»
Θεέ μου, το ξερά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τώρα αυτός ξέρει για εμάς. Αλλά τι περίμενα; όλα ήταν θέμα χρόνου για αυτόν.
«πως το ξέρεις;»
«ήρθε από το γκαράζ και με απείλησε. Νόρα, αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι! Αν δεν ξεμπλέξεις με τον γιο του... είναι ικανός μέχρι και να σου κάψει το σπίτι»
Τον απείλησαν; Κάνω μερικά βήματα πίσω, νιώθοντας την βαρύτητα να χάνεται.
«λες να ξέρει ήδη για εμένα;»
Ρωτάω, έχοντας μια μικρή ελπίδα μέσα μου. Εκείνος με κοιτάζει αυστηρά, σαν να διέπραξα το μεγαλύτερο έγκλημα.
«είμαι σίγουρος»
Θεέ μου, τι θα κάνω τώρα; Αν προλάβει και μιλήσει στον Κωνσταντίνο... όλα καταστράφηκαν, όλα! Ίσως όμως... ίσως προλαβαίνω να τον βρω, να του πω να γυρίσει πίσω. Τουλάχιστον αν είναι να μάθει την αλήθεια, ας την μάθει από εμένα.
«πρέπει να τον βρω»
Ψελλίζω καθώς βγάζω την συσκευή από την τσέπη του τζιν μου.
«τι κάνεις τώρα;»
«θα καλέσω τον Κωνσταντίνο. Πρέπει να τα μάθει από εμένα, όχι από εκείνον»
«να μάθει τι;»
Ρωτάει ο Ματέο, δείχνοντας τώρα σοκαρισμένος. Πατάω με τον δείκτη μου τον αριθμό του και μετά τοποθετώ το κινητό στο αυτί μου.
«τι σκατά έχεις κάνει πια ρε Νόρα. Που έχεις μπλέξει γαμώ το κέρατο σου!»
Πετάει με θυμό καθώς αρπάζει το τηλέφωνο από το χέρι μου για να το κλείσει.
«τι κάνεις;»
«εξήγησε μου, τι γίνεται με αυτή την ιστορία;»
«Ματέο, δώσε μου το τηλέφωνο, δεν έχω χρόνο!»
Φωνάζω, εκτός ελέγχου πια. Δεν πρέπει να τα μάθει από τον πατέρα του, πρέπει να του εξηγήσω εγώ.
«έτσι και αλλιώς τελείωσε τώρα Νόρα! Μπορεί να έχει φτάσει ήδη στο σπίτι του και να τα έχει μάθει όλα!»
Χωρίς να το σκεφτώ, ορμάω επάνω του, χτυπώντας τον με τις γροθιές μου.
«δεν καταλαβαίνεις πως νιώθω. Αν μάθει την αλήθεια από τον πατέρα του, θα τον χάσω!»
Συνεχίζω να φωνάζω, χωρίς να δίνω σημασία για το αν μας ακούνε στη γειτονιά.
«ποια αλήθεια; μίλα επιτέλους Νόρα!»
«δεν ξέρει ότι η καταγωγή μου είναι από την Αλβανία, εντάξει; ικανοποιήθηκες τώρα;»
Νιώθω ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από τους ώμους μου μόλις του αποκαλύπτω το μυστικό μου. Θεέ μου, δεν τόλμησα ποτέ ως τώρα να το ξεστομίσω, και να που τώρα το έκανα, αλλά στον λάθος άνθρωπο. Κλείνω τα μάτια, περνώντας παράλληλα το χέρι από τα μαλλιά μου.
«δεν ήθελα να αισθάνεται ντροπή για μένα. Δεν ήθελα να κυκλοφορούμε έξω και να τον δείχνουν με το δάχτυλο, δεν ήθελα να τον κρίνουν»
Δεν του το έκρυψα επειδή ντρεπόμουν για εμένα, αλλά επειδή φοβόμουν μην ντραπεί εκείνος για εμένα. Ότι έκανα, το έκανα για καλό. Τώρα ο πατέρας του ξέρει, και είμαι σίγουρη ότι θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να με βγάλει ολοκληρωτικά από την ζωή του Κωνσταντίνου. Σε μένα μπορεί να κάνει ότι θέλει, αλλά αν τολμήσει να αγγίξει την οικογένεια μου... δεν ξέρω τι είμαι ικανή να κάνω.
«έλα κορίτσι μου, ηρέμησε»
Λέει ο Ματέο καθώς με τραβάει στην αγκαλιά του. Δεν αντιστέκομαι, δεν μπορώ άλλο. Ότι είχα να δώσω, το έδωσα. Τώρα... τώρα απλά όλα καταρρέουν, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο, πέρα από το να είμαι ένας απλός παρατηρητής.
أنت تقرأ
Η λεωφόρος των ονείρων
غير روائيΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.