Νόρας POVΧμμ, αυτό το όνειρο ήταν υπέροχο! Τρίβω το μάγουλο μου στο μαξιλάρι, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Το σώμα μου πονάει λίγο, αλλά κατά τα άλλα... είμαι καλά! Το άρωμα του είναι ακόμη εδώ, πιο έντονο από ποτέ. Ανοίγω τα μάτια για να κοιτάξω τριγύρω. Και εκεί που νόμιζα ότι βρίσκομαι στο δωμάτιο μου, ανακαλύπτω ότι τελικά είμαι ακόμη στην αγκαλιά του, μέσα στο αυτοκίνητο του. Ανακάθομαι βιαστικά, αλλά αυτόματα το μετανιώνω. Θεέ μου, είμαι πιασμένη παντού! Και επίσης... δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Υποθέτω ότι αυτό είναι καλό σημάδι.
«Κωνσταντίνε, σήκω»
Λέω ενώ τον σκουντάω μαλακά στον ώμο. Τώρα όμως που τον βλέπω έτσι ήρεμο, δεν μου κάνει καρδιά να τον ξυπνήσω. Βασικά, μπορώ να τον χαζέψω για μερικά λεπτά, δεν χάλασε και ο κόσμος. Ξαπλώνω ξανά πάνω στο στήθος του, στυλώνοντας το βλέμμα μου στο πρόσωπο του. Φαίνεται τόσο γλυκός! Επίσης νομίζω ότι χαμογελάει, αλλά είναι πολύ μικρό, σχεδόν αχνό. Απόψε κοιμηθήκαμε μαζί για πρώτη φορά. Βέβαια ήταν ο πιο άβολος ύπνος που έχω κάνει ποτέ, αλλά ας μην γίνομαι γκρινιάρα. Ένα μεγάλο ερωτηματικό γεννιέται μέσα στο κεφάλι μου: τι κάνω εγώ εδώ; Κανονικά τώρα θα έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι μου, και όχι μαζί με τον γιο του δημάρχου. Τα λόγια που μου είπε το μεσημέρι, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικά. Μπορεί να τα λέει όλα αυτά τώρα, αλλά τι θα γίνει αργότερα; όταν μάθει την αλήθεια για εμένα; για το ποια είμαι; Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω.
«me pelqen ti. Është e vërtetë»
Μουρμουρίζω στα αλβανικά, χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλα μου το μάγουλο του. Τα αγκαθωτά γένια του γαργαλούν τις αρθρώσεις μου. Σε λίγο ξημερώνει και θα πρέπει να επιστρέψουμε στην καθημερινότητα μας. Δεν θα είμαι πλέον η Άννα, αλλά η Νόρα.
«δεν ξέρω αν θα πρέπει να με φοβίζει το γεγονός ότι με κοιτάζεις τόσο έντονα»
Η βραχνή του φωνή με επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα. Παραδόξως δεν με τρόμαξε.
«πόση ώρα είσαι ξύπνιος;»
Ρωτάω σχεδόν πανικόβλητη. Λες να άκουσε τι είπα; Γυρίζει το κεφάλι του στο πλάι για να με κοιτάξει.
«όχι πολύ»
Απαντάει, περνώντας παράλληλα τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. Δεν δείχνει πάντως περίεργος. Βασικά, είναι κεφάτος. Αυτό είναι καλό σημάδι, έτσι;
«είσαι πιασμένη;»
Η ερώτηση του με κάνει να χαλαρώσω.
«όχι βρε, πως σου ήρθε;»
Αντιγυρίζω με πειραχτικό τόνο. Εκείνος γελάει, υψώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό.
«εντάξει, την επόμενη φορά που θα κοιμηθούμε μαζί, θα φροντίσω να πάμε κάπου πιο βολικά»
Ορίστε; δηλαδή το έχει δεδομένο ότι θα ξανά κοιμηθούμε μαζί; Όχι, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί! Πρέπει να απομακρυνθώ από τον Κωνσταντίνο, για το καλό της οικογένειας μου.
«καλύτερα να φύγουμε»
Λέω καθώς σηκώνομαι από το στήθος του.
«βιάζεσαι βλέπω»
Λέει ενώ ανακάθεται στη θέση του.
«όπου να ναι ξυπνάει η γιαγιά μου, αν δεν έχει ξυπνήσει ήδη δηλαδή»
Απαντάω, προκαλώντας του ένα μικρό γελάκι.
«σε πέντε λεπτά θα είμαστε έξω από το σπίτι σου»
Λέει, βάζοντας μπρος το αυτοκίνητο. Βολεύομαι καλύτερα στην θέση μου, κοιτάζοντας μπροστά στον δρόμο. Τελικά όλα είναι πολύ πιο όμορφα την νύχτα. Όλα έχουν κάτι το ξεχωριστό, κάτι το γοητευτικά άγριο. Μου φαίνεται ότι πρέπει να σταματήσω να διαβάζω ρομαντικά βιβλία. Μόλις το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το σπίτι μου, γυρίζω το κεφάλι για να τον κοιτάξω.
«σε ευχαριστώ για απόψε. Ήταν πολύ ωραία, πολύ ξεχωριστά»
Με προλαβαίνει, κάνοντας με να χαμογελάσω αμήχανα. Πως να του το φέρω τώρα; Βασικά, και που του το είπα εχθές, δεν βγάλαμε άκρη, οπότε θα του το δείξω με πράξεις, για να καταλάβει ότι αυτό που λέω το εννοώ.
«ναι, ήταν»
Λέω και μετά απλώνω το χέρι για να ανοίξω την πόρτα μου.
«θα σε δω το απόγευμα;»
Πετάει, με την ελπίδα να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής του. Γίνομαι πολύ κακιά τώρα, το ξέρω.
«μπορεί. Γειά»
Λέω και μετά βγαίνω βιαστικά από το αυτοκίνητο. Ευτυχώς γλίτωσα! Για καλή μου τύχη, μόλις μπαίνω μέσα στο σπίτι, βρίσκω όλα τα φώτα σβηστά, σημάδι ότι δεν ξύπνησε κανείς ακόμη. Κοιτάζω το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Πέντε και μισή το χάραμα. Ούτε κανονισμένο να το είχαμε! Μέσα σε λίγα λεπτά, βρίσκομαι στο δωμάτιο μου, αλλάζω ρούχα και μετά χώνομαι κάτω από το πάπλωμα του κρεβατιού μου.
ESTÁS LEYENDO
Η λεωφόρος των ονείρων
No FicciónΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.