Μπαίνω με φόρα μέσα στο σπίτι, ψάχνοντας τον μανιωδώς στο σαλόνι.
«που είσαι;»
Φωνάζω, περπατώντας παράλληλα προς το γραφείο του. Ανοίγω απότομα τις συρόμενες πόρτες, βρίσκοντας τον καθισμένο στην δερμάτινη καρέκλα του, και από δίπλα του να στέκεται ο Μάξιμος. Είμαι σίγουρος πως αυτόν έβαλε να κάνει την βρωμοδουλειά.
«εσύ το έκανες;»
Ρωτάω σιγανά τον Μάξιμο, περπατώντας παράλληλα προς το μέρος του.
«ποιο;»
Αντιγυρίζει, παίζοντας το τρελός. Τώρα στέκομαι μπροστά του, σφίγγοντας τις γροθιές μου.
«τη φωτιά, εσύ την έβαλες;»
Αν δώσει την λάθος απάντηση... τότε θα το μετανιώσει. Ειλικρινά, το ορκίζομαι ότι θα το μετανιώσει!
«ποια φωτιά; δεν καταλαβαίνω για τι μιλάτε, κύριε»
Ο θυμός κοχλάζει μέσα στις φλέβες μου.
«Μάξιμε, θα σε ρωτήσω για τελευταία φορά, εσύ ήσουν αυτός που έβαλε την φωτιά στο σπίτι της Νόρας;»
Προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου, αλλά μου το κάνει ακόμα πιο δύσκολο.
«όχι, κύριε. Τι δουλειά έχω εγώ με αυτό το κορίτσι;»
Η υπομονή μου έχει ήδη εξαντληθεί. Με μια απότομη κίνηση, χτυπάω το κούτελο μου στο δικό του, με αποτέλεσμα να σωριαστεί στο πάτωμα.
«γιατί λες ψέματα ρε μπάσταρδε; αφού ξέρω ότι εσύ το έκανες!»
Φωνάζω καθώς τον αρπάζω από τον γιακά του πουκάμισου του.
«Κωνσταντίνε, τρελάθηκες;»
«όχι, αλλά κοντεύω»
Γρυλίζω στον πατέρα μου. Αυτός ευθύνεται για αυτό το περιστατικό, αυτός που θέλει πάντα να καταστρέφει ότι όμορφο έχω στη ζωή μου!
«δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάτε, αλήθεια»
Επιμένει το μαλακισμένο! Αλλά δεν θα του περάσει. Απόψε θα τα μάθω όλα, και από τους δύο! Ξεκινάω να τον χτυπάω με τις γροθιές μου στο πρόσωπο, χωρίς να υπολογίζω την δύναμη μου.
«Κωνσταντίνε, σταμάτα!»
«αν δεν ακούσω την αλήθεια από το γαμημένο του το στόμα, δεν πρόκειται να τον αφήσω»
Δηλώνω με κατηγορηματικό τόνο. Αυτός προσπαθεί να αμυνθεί από κάτω μου, καλύπτοντας όσο μπορεί το ηλίθιο πρόσωπο του.
«σταμάτα ρε επιτέλους, έχεις τρελαθεί τελείως;»
Φωνάζει ο πατέρας μου καθώς με αρπάζει από τους ώμους για να με απομακρύνει από αυτόν.
«άφησε με να τον σκοτώσω»
Αποκρίνομαι, χτυπώντας τον σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος του, σαν λυσσασμένος. Δεν πρόκειται να σταματήσω αν δεν μάθω την αλήθεια. Είμαι σίγουρος, αυτός το έκανε, είδα το αναθεματισμένο μπετόνι στο αυτοκίνητο του πατέρα μου γαμώτο!
«σταμάτα ρε, σταμάτα!»
Αυτή την φορά, εκείνος καταφέρνει να με σπρώξει μακριά από τον Μάξιμο. Κοιτάζω χαμηλά στα χέρια μου. Έχουν γεμίσει με αίματα, αλλά είναι το λιγότερο που με νοιάζει αυτή την στιγμή.
«τι σε έχει πιάσει επιτέλους; θα μας σκοτώσεις όλους εξαιτίας αυτού του κοριτσιού;»
Σηκώνω αργά το βλέμμα μου στο πρόσωπο του. Δείχνει σοκαρισμένος και θυμωμένος ταυτόχρονα. Κάνω ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος του.
«παραδέξου ότι τον έστειλες να το κάνει»
Σχεδόν ψιθυρίζω. Τώρα δείχνει σκεπτικός. Σφίγγω τις γροθιές μου. Δεν έχω υπομονή γαμώτο μου!
«παραδέξου το επιτέλους!»
«ε ναι λοιπόν, εγώ το έκανα! Έβαλα τον Μάξιμο να κάψει το σπίτι της, ικανοποιημένος τώρα;»
Η αποκάλυψη του ηχεί δυνατά και καθαρά στα αυτιά μου. Κουνάω αργά καταφατικά το κεφάλι μου.
«αυτό ήθελα να ακούσω»
Λέω με παγερά ψύχραιμο τόνο. Κάνω δύο βήματα πίσω, κοιτάζοντας τριγύρω. Που βρίσκεται εκείνο το μπετόνι; Αμέσως βγαίνω από το γραφείο του, ώστε να πάω στο γκαράζ. Η Δέσποινα όμως μπαίνει εμπόδιο στον δρόμο μου.
«Κωνσταντίνε, που πας;»
Το βλέμμα μου στρέφεται στο φοβισμένο της πρόσωπο.
«κάνε στην άκρη»
Την προστάζω χαμηλόφωνα.
«σε παρακαλώ παιδί μου, ηρέμησε, μη κάνεις καμια τρέλα»
«Δέσποινα, χάνω την υπομονή μου»
Γρυλίζω, κάνοντας ένα αποσμητικό βήμα κοντά της.
«μην κάνεις κάτι για το οποίο θα μετανιώσεις»
«να το μετανιώσω; έχεις ιδέα πως αισθάνομαι αυτή την στιγμή; Η Νόρα πονάει εξαιτίας μου!»
Πετάω φωναχτά μπροστά στο πρόσωπο της. Αμέσως μαζεύεται, σαν να με φοβήθηκε.
«το ξέρω ότι σου είναι δύσκολο να ελέγξεις τον θυμό σου, αλλά σε ικετεύω, προσπάθησε να το κάνεις!»
«φύγε»
Επιμένω καθώς την αρπάζω από το μπράτσο για να την βγάλω από τον δρόμο μου. Μόλις όμως ακούω την τσιρίδα της, την αφήνω απότομα.
«Δέσποινα, συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε πονέσω»
Γαμώτο, δεν την κράτησα τόσο δυνατά.
«εντάξει, δεν πειράζει»
Λέει, τρίβοντας παράλληλα το δεξί της μπράτσο. Υποψιάζομαι ότι κάτι άλλο τρέχει εδώ. Χωρίς δεύτερη σκέψη, αρπάζω το μανίκι της μπλούζας της και το σηκώνω ψηλά. Μόλις βλέπω την μελάνια στο χέρι της, αισθάνομαι ένα κύμα κρύου ιδρώτα να λούζει το πρόσωπο μου.
«δεν το πιστεύω»
Άραγε... λες εκείνος να.... γαμώτο, σε ποιο σημείο έχει φτάσει πια;
«δεν είναι κάτι, απλά χτύπησα»
«αυτό δεν είναι απλά ένα χτύπημα, Δέσποινα»
Πετάω φωναχτά, με σκοπό να με ακούσει εκείνος μέσα από το γραφείο του.
«όχι, αλήθεια σου λέω, απλώς το χτύπησα»
Επιμένει. Γαμώτο, θα τρελαθώ σε αυτό το σπίτι!
«Δέσποινα, εκείνος σου το έκανε;»
Την ρωτάω ευθέως. Το βλέμμα της χαμηλώνει με απογοήτευση στο πάτωμα.
«Κωνσταντίνε, ευτυχώς είσαι ακόμη εδώ»
Η φωνή του απλά πυροδοτεί ακόμα περισσότερο τον θυμό μου. Γυρίζω αργά από την άλλη για να τον δω να στέκεται πίσω μου. Αν υπάρχει θεός, ελπίζω να με συγχωρέσει για αυτή μου την πράξη, γιατί εγώ δεν πρόκειται να το μετανιώσω.
«σε παρακαλώ, κάθισε να μιλήσουμε ήρεμα»
Αυτό είναι το κερασάκι στην τούρτα.
«προτιμώ να σου μιλήσω με τον δικό μου τρόπο»
Λέω σιγανά και μετά η γροθιά μου προσγειώνεται στο πρόσωπο του, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο πάτωμα.
«Κωνσταντίνε, τι έκανες!»
Αναφωνεί η Δέσποινα, φανερά σοκαρισμένη από την κίνηση μου. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν πίστευα ότι θα καταλήγαμε σε αυτό το σημείο, αλλά του άξιζε. Του άξιζε γαμώτο!
«τόλμησες να σηκώσεις χέρι πάνω μου ρε κωλόπαιδο; στον πατέρα σου;»
«αυτό είναι το λιγότερο που σου αξίζει»
Πετάω με απόλυτη ψυχραιμία. Δεν έμεινε άλλος θυμός. Τώρα ξέρω ποιοι είναι οι εχθροί μου, και θα τους αντιμετωπίσω έτσι όπως τους αξίζει. Τον παρακολουθώ να σηκώνεται με το ζόρι στα πόδια μου, κρατώντας παράλληλα την ματωμένη του μύτη.
«τελείωσε. Από δω και μπρος... εσύ τελείωσες. Δεν είσαι γιος μου, το κατάλαβες;»
«τιμή μου που το ακούω αυτό»
Λέω και μετά κάνω μεταβολή για να πλησιάσω την είσοδο του σπιτιού. Ανοίγω την πόρτα, αλλά κοντοστέκομαι για λίγο. Γυρίζω το κεφάλι μου για να τον ξανά κοιτάξω.
«αν τολμήσεις και την ξανά πειράξεις, είτε αυτήν είτε την οικογένεια της, την επόμενη στιγμή, αυτό το σπίτι θα έχει γίνει στάχτες... με σένα μέσα»
Τον προειδοποιώ και μετά εξαφανίζομαι. Ελπίζω να το πήρε το μήνυμα. Δεν έχω ξαναδεί αυτή την πλευρά μου. Αισθάνομαι επικίνδυνος, ίσως και ανεξέλεγκτος. Δεν ξέρω από που πηγάζει όλο αυτό το θάρρος, πάντως χαίρομαι που βγήκε τώρα στην επιφάνεια, γιατί τώρα είναι που το χρειάζομαι.
BẠN ĐANG ĐỌC
Η λεωφόρος των ονείρων
Phi Hư CấuΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.