Τίποτα δεν μένει κρυφό τελικά

406 42 26
                                    


Κωνσταντίνος POV

Το επόμενο πρωί, στέκομαι μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου, κουρέβοντας λίγο τα γένια μου. Εχθές δεν κάναμε τίποτα άλλο, πέρα από το να συζητάμε και να φιλιόμαστε. Ηταν η πιο ωραία μέρα της ζωής μου!
«καλημέρα»
Η αγουροξυπνημένη φωνή της Άννας, με αφυπνίζει από τις σκέψεις μου. Αφήνει ένα φιλί στον πλάτη μου και μετά έρχεται να σταθεί δίπλα μου. Με εκπλήσσει ευχάριστα η κίνηση της.
«καλημέρα μικρή μου»
Λέω και μετά την φιλάω στα μαλλιά. Την βλέπω να κοιτάζει μπερδεμένη μπροστά από τον καθρέφτη, σαν να ψάχνει κάτι.
«τι έγινε;»
«δεν πήρα οδοντόβουρτσα μαζί μου»
Τα φρύδια μου ανασηκώνονται από την έκπληξη.
«αυτό... είναι ένα πρόβλημα»
Λέω καθώς κλείνω την μηχανή. Την βλέπω να κοιτάζει εξεταστικά μπροστά της, ώσπου ξαφνικά αρπάζει την δική μου οδοντόβουρτσα.
«δεν ελπίζω να σε πειράζει»
Ειλικρινά σαστίζω με την κίνηση της. Στέκομαι στη θέση μου, να την παρακολουθώ να ρίχνει οδοντόκρεμα πάνω στην βούρτσα. Θέλω τόσο πολύ να γελάσω με αυτή την εικόνα, αλλά προσπαθώ να συγκρατηθώ... όσο μπορώ τουλάχιστον.
«τι θα κάνουμε σήμερα;»
Ρωτάει και μετά ξεκινάει το βούρτσισμα. Δεν κάνω τίποτα άλλο, πέρα από το να την χαζεύω. Αυτή η γυναίκα είναι πραγματικά απίστευτη! Τα πράσινα μάτια της επιστρέφουν σε μένα.
«Κωνσταντίνε, μ' ακούς;»
Ρωτάει και μετά σκύβει προς την βρύση για να ξεπλένει το στόμα της. Απλώνω το χέρι για να κρατήσω τα μαλλιά της ψηλά, ώστε να μην τα λερώσει. Θα μπορούσα πολύ άνετα να συνηθίσω μια τέτοια καθημερινότητα μαζί της. Δεν φοβάμαι πλέον, και τις βλακείες του πατέρα μου θα τις αντιμετωπίσω, και τις φωνές, και την κριτική, και όλα! αρκεί να έχω την Άννα δίπλα μου. Ισιώνει το σώμα της για να με ξανά κοιτάξει.
«ευχαριστώ»
«εγώ σε ευχαριστώ»
Αποκρίνομαι πριν της αφήσω ένα σύντομο φιλί στα χείλη. Μου χαμογελάει πλατιά, σαν μικρό κοριτσάκι. Το δικό μου γλυκό κοριτσάκι.
«τι θα κάνουμε σήμερα;»
Ρωτάει ξανά, γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι της στο πλάι.
«ότι θέλεις εσύ»
Απαντάω και αφήνω άλλο ένα φιλί στα χείλη της.
«εγώ θέλω να πάμε μια βόλτα, και μετά να χουχουλιάσουμε στο δωμάτιο μας, όπως εχθές»
Δαγκώνω δήθεν σκεπτικός το κάτω χείλος μου.
«χμμ, νομίζω πως η ιδέα σας είναι πάρα πολύ καλή, δεσποινίς μου»
Λέω με παιχνιδιάρικο τόνο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, την γεμίζω στα φιλιά, προκαλώντας της ένα δυνατό χαχανητό.

Νόρας POV

Το απόγευμα βγαίνουμε έξω, στην αγορά της πόλης. Τα Μετέωρα είναι ένα μαγικό μέρος! Όλα τριγύρω μοιάζουν σαν να βγήκαν από παραμύθι. Νομίζω πως θα μπορούσα να ζήσω εδώ, αρκεί να ήμουν μαζί του. Βασικά, δεν με νοιάζει το που θα βρισκόμαστε, αρκεί να είμαστε μαζί.
«σου αρέσει εδώ;»
Ρωτάει, επαναφέροντας με στην γη.
«ναι, πολύ. Βασικά, οπουδήποτε και αν βρίσκομαι μαζί σου, είναι ωραία»
Απαντάω, προκαλώντας του ένα πλατύ χαμόγελο. Με φιλάει στο μέτωπο καθώς αφήνει το χέρι μου για να το τυλίξει γύρω από τους ώμους μου. Δεν έχω υπάρξει πιο ευτυχισμένη στη ζωή μου. Ξαφνικά, το βλέμμα μου εντοπίζει ένα μικρό κατάστημα με μπιχλιμπίδια.
«μπαίνουμε;»
Ρωτάω τον Κωνσταντίνο, σταματώντας παράλληλα τα βήματα μου.
«μπαίνουμε»
Απαντάει, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. Περπατάμε προς το σημείο όπου βρίσκεται το μαγαζί. Κοιτάζω τα κολιέ, θέλοντας να βρω κάτι συμβολικό, κάτι και για τους δυο μας. Ψάχνω για μερικά λεπτά, ώσπου βρίσκω το τέλειο! Δύο κολιέ, το ένα έχει τον ήλιο, και το άλλο το μισοφέγγαρο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, τα παίρνω και τα πηγαίνω στην πωλήτρια.
«αυτά τα δύο»
Λέω. Αμέσως τα τοποθετεί σε μια μικρή σακούλα. Της δίνω τα λεφτά και μετά βγαίνω έξω. Ο Κωνσταντίνος με κοιτάζει μπερδεμένος.
«τι πήρες;»
Ρωτάει, με την περιέργεια να ακούγεται καθαρά στον τόνο της φωνής του.
«ένα δώρο για εμάς»
Λέω και μετά βγάζω τα κολιέ από την σακούλα για να τα δει.
«ο ήλιος είναι για σένα και το μισοφέγγαρο για μένα»
Του εξηγώ.
«ο ήλιος για εμένα; γιατί;»
Ρωτάει, φανερά έκπληκτος. Χαμογελάω.
«επειδή έφερες το φως στη ζωή μου. Επειδή είσαι ο ήλιος που με ζεσταίνει μέσα στην παγωνιά»
Του εξηγώ, κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια. Φαίνεται συγκινημένος. Θεέ μου, μου έχει κλέψει την καρδιά αυτός ο άνθρωπος!
«και εσύ είσαι το μισοφέγγαρο μου. Την μια ανοιχτή, και την άλλη κλεισμένη στον εαυτό της, κρυμμένη μέσα στο σκοτάδι»
Αποκρίνεται σιγανά, πριν τα χείλη του ενωθούν με τα δικά μου. Δεν το αρνούμαι πλέον, είμαι αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί του. Δεν με νοιάζει αν είναι ο γιος του δημάρχου, δεν με νοιάζει πόση δύναμη έχει ο πατέρας του, με νοιάζει που βρίσκεται κοντά μου. Όμως για πόσο ακόμα θα του λες ψέματα; Αυτή η σκέψη με χτυπάει σαν οδοστρωτήρας. Δεν του έχω αποκαλύψει την πραγματική μου ταυτότητα, και αυτός... ούτε που με έχει ρωτήσει κάτι. Δέχεται μόνο όσα θέλω εγώ να μοιραστώ μαζί του. Πόσο πιο τέλειος μπορεί να γίνει αυτός ο άνθρωπος; Είμαι τυχερή και ταυτόχρονα τόσο άτυχη που τον έχω στη ζωή μου.

Παύλος POV

Ο Μάξιμος αφήνει ένα χαρτί πάνω στην έδρα μου. Το κοιτάζω επιδοκιμαστικά.
«τι είναι αυτό;»
Ρωτάω.
«όλες οι πληροφορίες για το κορίτσι με το οποίο έφυγε ο γιος σας στα Μετέωρα»
Ισιώνω απότομα το σώμα μου στο άκουσμα όλων αυτών.
«επιτέλους!»
Λέω αφήνοντας τον ενθουσιασμό μου να φανερωθεί.
«δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Μιλάμε για ένα απλό κορίτσι από την Αλβανία»
Σαστίζω μόλις ακούω την τελευταία του πρόταση.
«από την Αλβανία είπες;»
«μάλιστα, κύριε. Το όνομα της είναι Νόρα Γκέλια»
Αμέσως χαμηλώνω το βλέμμα μου στα χαρτιά που μου έχει αφήσει, για να επιβεβαιωθώ. Ναι, είναι αλήθεια. Αυτή η μικρή είναι μια φτωχή μετανάστρια. Γαμώτο, που πήγε και έμπλεξε ο γιος μου; Ας γυρίσει από το ταξίδι του και θα τα πούμε καλά οι δυο μας.

Η λεωφόρος των ονείρωνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora