Κωνσταντίνος POV
Περπατάμε κοντά στην λίμνη, κρατώντας ο καθένας από ένα χωνάκι παγωτού. Ο ήλιος αφήνει τα τελευταία χρυσαφένια του χρώματα να αγγίξουν την πόλη των Ιωαννίνων, πριν την σκεπάσει το σκοτάδι της νύχτας. Τόση ώρα δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο, δεν με νοιάζει. Πρώτη φορά βρίσκομαι μαζί με κάποιον χωρίς να έχω την ανάγκη να μιλήσω μαζί του. Η παρουσία της και μόνο μου αρκεί.
«πόσο καιρό έχω να περπατήσω εδώ»
Μουρμουρίζει αφηρημένα καθώς πετάει την χαρτοπετσέτα της στον κάδο.
«δεν βγαίνεις συχνά;»
Ρωτάω, σταματώντας δίπλα της.
«βασικά... μπορείς να πεις ότι δεν βγαίνω καθόλου»
Τα φρύδια μου σμίγουν ερωτηματικά. Πως μπορεί και το κάνει αυτό; πρέπει να με διδάξει.
«γιατί έτσι; αν θέλεις φυσικά μου απαντάς»
Τη μετάνιωσα την ερώτηση μου. Γαμώτο, γιατί δεν σκέφτομαι πριν μιλήσω; Την παρακολουθώ να τυλίγει προστατευτικά τα χέρια γύρω από το σώμα της, κοιτάζοντας προς την δύση του ηλίου. Αφήνω τα μάτια μου να απολαύσουν την θέα της, χωρίς να αισθάνομαι ντροπή, χωρίς να φοβάμαι μήπως με ανακαλύψει.
«υποθέτω πως... όλοι έχουμε ένα σκοτεινό κομμάτι στη ζωή μας»
Απαντάει, στρέφοντας αργά το βλέμμα της στο δικό μου. Ενδιαφέρουσα η απάντηση της. Ένα σκοτεινό κομμάτι, ε; Υποθέτω ότι το δικό μου σκοτεινό κομμάτι, είναι η απώλεια της μητέρας μου. Εκείνη την ημέρα... όχι, δεν θέλω να την θυμάμαι, καλύτερα να μείνει στο σκοτάδι αυτή η ανάμνηση.
«ναι, έτσι είναι»
Μουρμουρίζω, κοιτάζοντας τα ψηλά βουνά. Μου αρέσει αυτό το μέρος, πάντοτε με ηρεμεί, με βοηθάει να σκεφτώ καθαρά.
«σε ευχαριστώ που με βοήθησες με το θέμα της δουλειάς. Δεν ξέρεις πόση ανακούφιση ένιωσα σήμερα»
Λέει, προκαλώντας με να χαμογελάσω.
«δεν σε ξέρω καθόλου Άννα, αλλά... μου βγάζεις μια παράξενη καλοσύνη, κάτι που δεν μου το έχει βγάλει κανείς ως τώρα»
Και αυτό είναι αλήθεια. Ειδικά στον σημερινό κόσμο... δύσκολα μπορείς να εμπιστευτείς τον οποιονδήποτε. Το βλέμμα μου επιστρέφει αργά στο πρόσωπο της, για να παρατηρήσω την έκφραση της. Φαίνεται ήρεμη, γαλήνια. Ο ήλιος την ντύνει με τα χρώματα του, κάνοντας την να φαίνεται ξεχωριστή, σαν ένα έργο τέχνης που έχει δημιουργηθεί από τα χέρια ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Τι παράξενος που γίνομαι δίπλα της. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να χαίρομαι με αυτό, η να προβληματίζομαι.
«και εσύ φαίνεσαι καλός άνθρωπος»
Λέει, στρέφοντας τα μεγάλα πράσινα μάτια της επάνω μου. Θεέ μου, νομίζω ότι αυτές οι χάντρες μπορούν να διαπεράσουν το σώμα μου, να δουν βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Τι είπε μόλις τώρα; α ναι! ότι είμαι καλός άνθρωπος.
«εντάξει, όχι να το παινευτώ, αλλά είμαι πολύ φιλότιμος!»
Αποκρίνομαι, ανασηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φρύδι μου. Ένα χαχανητό ξεφεύγει από τα χείλη της, προκαλώντας με και μένα να χαμογελάσω. Ο ήχος του κινητού μου όμως μας διακόπτει. Να πάρει, τώρα βρήκανε να με ψάξουν; Το σηκώνω χωρίς να κάνω τον κόπο να κοιτάξω την οθόνη.
«παρακαλώ»
«Κωνσταντίνε, που είσαι αγόρι μου;»
Η Δέσποινα. Τέλεια! τώρα σίγουρα θα μου πει κάτι για τον πατέρα και θα μου χαλάσει εντελώς την διάθεση.
«έξω. Έγινε κάτι;»
«ήρθε από δω η Αριάδνη και σε περιμένει»
Η Αριάδνη; τι δουλειά έχει η Αριάδνη στο σπίτι μας; αφού δεν την κάλεσα! Τρίβω το πρόσωπο μου, προσπαθώντας να σκεφτώ κάποια λύση. Έπειτα το βλέμμα μου στρέφεται στην Άννα, η οποία κοιτάζει χαμηλά στο έδαφος. Όχι, είμαι σίγουρος ότι δεν θέλω να φύγω. Αλλά δεν είναι σωστό να αφήσω την Αριάδνη να με περιμένει, άσε που ο πατέρας μου θα μου αρχίσει το κήρυγμα μετά. Ξεφυσάω με απογοήτευση.
«έρχομαι τώρα από κει»
Λέω και μετά το κλείνω.
«με συγχωρείς Άννα, αλλά πρέπει να πηγαίνουμε»
«εντάξει, δεν πειράζει. Εξάλλου έχεις κάνει ήδη πολλά για εμένα σήμερα»
Αποκρίνεται με κατανόηση, χαρίζοντας μου ένα δειλό χαμόγελο. Ω, μα τι υπέροχο κορίτσι! Χωρίς να το καταλάβω, της ανταποδίδω το χαμόγελο.
«λοιπόν, σε ευχαριστώ, και... ίσως να τα ξανά πούμε»
Συνεχίζει ενώ κάνει μεταβολή. Όπα, τι γίνεται εδώ;
«ει! που πας;»
Αναφωνώ. Γυρίζει το κεφάλι για να με ξανά κοιτάξει.
«σπίτι μου»
«μόνη σου;»
Ρωτάω, κάνοντας τα δύο βήματα που μας χωρίζουν για να σταθώ δίπλα της.
«ε, ναι»
Κουνάω εύθυμα το κεφάλι μου.
«εγώ σε έφερα εδώ, και εγώ θα σε γυρίσω»
Όσο για αυτό, δεν δέχομαι κουβέντα! Όπου να ναι νυχτώνει και δεν πρόκειται να την αφήσω να επιστρέψει μόνη της.
«δεν θέλω να σε βάλω σε κόπο»
«δεν ακούω τίποτα. Έλα, μπρος!»
Λέω, κάνοντας της νόημα με το κεφάλι μου να προχωρήσει μπροστά. Προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελο της, αλλά μπορώ να το δω, μπορώ να το καταλάβω. Μου αρέσει που την κάνω χαρούμενη. Είναι μια άγνωστη για εμένα, αλλά μου αρέσει η παρέα της. Είναι περίεργο τώρα αυτό;Μετά από μερικά λεπτά, φτάνουμε στην γειτονιά της. Φυσικά την συνοδεύω μέχρι την καγκελόπορτα της αυλής της, σαν σωστός κύριος που είμαι!
«ελπίζω να μην απογοητευτείς με την καινούργια σου δουλειά»
Λέω, κοιτάζοντας την ευθεία μέσα στα μάτια. Ένα μικρό χαχανητό ξεφεύγει από τα σαρκώδη χείλη της.
«και μόνο που έχω δουλειά, πίστεψέ με, είμαι απόλυτα ικανοποιημένη!»
Φαίνεται ειλικρινής. Το εννοεί αυτό που λέει, είναι αληθινή απέναντι μου. Αυτό με κάνει να την εκτιμώ λίγο περισσότερο.
«σε ευχαριστώ Κωνσταντίνε. Αν δεν ήσουν εσύ... δεν ξέρω αν θα ξανάβρησκα κάποια παρόμοια δουλειά»
Με έχει ευχαριστήσει τόσες πολλές φορές σήμερα, που πραγματικά σε λίγο θα αρχίσω να κοκκινίζω.
«καληνύχτα, Άννα»
Αποφασίζω να μην δώσω επέκταση. Εκείνη μου χαμογελάει συνεσταλμένα πριν ανοίξει την πόρτα της αυλής.
«καλό βράδυ»
Λέει καθώς πλησιάζει προς την είσοδο του σπιτιού. Περνάω το χέρι από τα μαλλιά μου, κοιτάζοντας την σκεπτικός. Μίλα ρε βλάκα, αφού το θέλεις. Μίλα!
«Άννα!»
Αμέσως γυρίζει το κεφάλι για να με κοιτάξει.
«ναι;»
«έχεις κανονίσει τίποτα για αύριο;»
Ρωτάω, μπλέκοντας νευρικά τα δάχτυλα μου μεταξύ τους. Σίγουρα της φαίνομαι σαν ανόητος έφηβος που δεν ξέρει να μιλήσει. Βλάκα Κωνσταντίνε!
«όχι»
«ωραία, γιατί... αν θέλεις δηλαδή, θα... θα μπορούσαμε να πάμε κάπου, οι δυο μας. Οπουδήποτε θέλεις εσύ!»
Εμ κολλάω, εμ μιλάω και γρήγορα. Χειρότερος συνδυασμός δεν υπάρχει! Αν με άκουγε τώρα ο πατέρας μου, σίγουρα θα με ειρωνευόταν, και θα είχε και δίκιο! Την βλέπω να χαμογελάει, αποκαλύπτοντας μια σειρά από λευκά δόντια.
«εντάξει»
Είπε εντάξει; δηλαδή... δηλαδή συμφώνησε; Νιώθω το χαμόγελο να φτάνει μέχρι τα αυτιά μου.
«ωραία»
Αποκρίνομαι, κάνοντας παράλληλα μερικά βήματα πίσω. Έτσι μου έρχεται να τρέξω και να την αγκαλιάσω! Να πάρει, από που βγαίνουν όλα αυτά;
«γειά»
Λέει και την παρακολουθώ να μπαίνει μέσα στο σπίτι. Το χαζό χαμόγελο δεν λέει να φύγει από το πρόσωπο μου. Ξεκινάω να περπατάω στο πεζοδρόμιο. Ίσως σε μισή ώρα να έχω φτάσει στον φούρνο για να πάρω και το αυτοκίνητο μου. Νομίζω πως τώρα μπορώ να αρχίσω να χοροπηδάω. Είμαι τόσο μα τόσο χαρούμενος!!! Δέχτηκε να βγει μαζί μου!!! Πρέπει από σήμερα κιόλας να σχεδιάσω την αυριανή μας έξοδο.
KAMU SEDANG MEMBACA
Η λεωφόρος των ονείρων
NonfiksiΔείξε μου τον κόσμο! Ναι! Δείξ' τον μου με το δάχτυλο γυμνό. Μ' ένα χέρι μουντζουρωμένο. Μ' ένα χέρι άργασμένο και στεγνό. Και γω να σκύψω να το φιλήσω. Μενέλαος Λουντέμης.