Νο11

11 1 0
                                    

Levi's POV

Πίνω μια γουλιά από το ουίσκι μου, τι έχει αυτός που δεν έχω εγώ δηλαδή? Είμαι τέλειος, πως γίνεται να διάλεξε έναν φτηνό ανθρωπάκο σαν εκείνον. Βάζει τα χέρια της στους ώμους του και τον πλησιάζει για φιλί. Σφίγγω το ποτήρι μου και κοιτάω άλλου. Ποσό χαμηλά έπεσε. Είχε εμένα και διάλεξε αυτό?

"Βάλε άλλο ένα" φωνάζω στο μπάρμαν. Μου γεμίζει το ποτήρι όπως του πρόσταξα και επιστρέφει αμέσως στην δουλειά του. Απολαμβάνω τόσο πολύ αυτήν την εξουσία. Ακόμα και εδώ στο Creepford είμαι τόσο καλύτερος από τους υπόλοιπους. Μπαίνω στο μπάνιο του κλαμπ και φτιάχνω τον γιακά του κουστουμιού μου στον καθρέπτη.

"Είμαι υπέροχος" λέω στην αντανάκλαση μου. Τόσο μα τόσο καλύτερος από τους υπόλοιπους. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αφήνω το μπάνιο. Αφήνω μερικά χρήματα στο μπαρ και φεύγω. Δεν αντέχω να την βλέπω με άλλον. Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός?

Βάζω τα κλειδιά στην κλειδαρότρυπα της μηχανής μου και βάζω μπρος για το σπίτι μου. Ο καιρός κλασικά ίδιος, τόσο μουντός και ήρεμος μα και τόσο υπέροχος.

Μπαίνω μέσα στο σπίτι. Το τζάκι είναι αναμμένο και μπροστά του κάθεται η γιαγιά μου διαβάζοντας εφημερίδες. Δεν μου λέει κάτι.

Στην κουζίνα η αδελφή μου και η μητέρα μου μαγειρεύουν για το οικογενειακό τραπέζι όπως κάθε μέρα. Δεν ανταλάσσουν κουβέντα, όλες οι κίνησης τους σχεδόν ρομποτικές. Τίποτα δεν αλλάζει στο σπίτι. Είναι τόσο φλύαρα σαν να ζω την ίδια μέρα κάθε μέρα, γνωρίζω κάθε κίνηση τους. Ο πατέρας μου στο γραφείο του.

Αλλάζω στα σπιτικά μου ρούχα και κατεβαίνω στην τραπεζαρία που ήδη κάθεται η αδελφή μου με την γιαγιά μου.

"Κάλεσε τον πατέρα σου" λέει η γιαγιά σε μένα. Ξεφυσάω βαριεστημένα και σηκώνομαι για να πάω στο γραφείο.

"Κατέβα να φας" λέω, όπως κάνω πλέον κάθε μέρα. Εκείνος κατεβάζει το γυαλί του και το στερεώνει στο κάτω μέρος της μύτης του για να με κοιτάξει. Ισιώνει κάτι φωτοτυπίες και τις βάζει σε έναν φάκελο. Ακόμα και αυτό ήταν κάτι που πάντα κάνει. Η κρύα γέρικη φωνή του ακούγεται στα αυτιά μου.

"Levi"

"Ναι?" Λέω παράξενος για το τι θα πει, αυτό κι αν ήταν νέο.

"Ποτέ θα αναλάβεις την θέση μου" λέει, τον κοιτάω εκνευρισμένος. Ξέρει πόσο δεν μου αρέσει να μιλάω για την δουλειά του και είναι ξεκάθαρα κάτι που δεν θέλω να κάνω. Δικηγόρος. Ότι χειρότερο. Είναι η μεγαλύτερη απάτη για να κρύψει άλλες τόσες οικογενειακές υπόθεσης καθαρές. Ξεφεύγουμε με τα πάντα, εξάλλου οι φήμες για μας δεν είναι λανθασμένες απλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι.

"Όταν έρθει η ώρα" του λέω και κατεβαίνω στο τραπέζι για να αποφύγω αυτήν την συζήτηση. Το τραπέζι είναι γεμάτο με ποικιλία φαγητών. Βάζω λίγο από όλα και τρώω σιωπηλά όπως κάνουν όλοι. Είναι τόσο ήρεμα και κανείς δεν τολμάει να μιλήσει, ακούγεται μονάχα ο χτύπος των πιρουνιών στα πιάτα. Όπως κάθε μέρα εξάλλου.

***

Ένα μικρό κεφάλαιο για την ζωή του Levi. Τίποτα το ενδιαφέρον, ίσως να εξηγείται και λίγο η παράξενη συμπεριφορά του:)

Poor ObsessionWhere stories live. Discover now