Παραζάλη

896 12 0
                                    

Τον παρακολουθούσαν μέρες. Τον είχαν δει που πηγαινοερχόταν συνεχώς. Μία στις συγκεντρώσεις της Νομαρχίας, μία στις κρυφές συσκέψεις στο χωριό.

Η ταχύτητα και η νευρικότητα στις κινήσεις του φανέρωναν ότι γνώριζε κάτι σημαντικό. Έψαχνε, μάθαινε, αντάλλαζε πληροφορίες, δε σταματούσε ούτε στιγμή.

Οι υποψίες τους επιβεβαιώθηκαν.

Αυτός ήταν!

Εκείνος που συνέχισε να σκαλίζει το ένοχο μυστικό τους.

Δεν μπορούσαν να του επιτρέψουν άλλο να αλωνίζει. Έπρεπε να τον σταματήσουν. Αν ανακάλυπτε μία λεπτομέρεια ακόμη, όλα τους τα σχέδια θα πήγαιναν στράφι. Θα καταστρέφονταν οικονομικά. Όλη τους η εξουσία θα χανόταν με μιας. Τα σκοτεινά τους μυστικά θα έβγαιναν στο φως και μαζί μ' αυτά θα κατέρρεε και το κάστρο της επανάστασης που είχαν χτίσει. Και κάτι τέτοιο, ήταν αδύνατον να συμβεί. Έπρεπε... έπρεπε να τον εξοντώσουν! Δεν τους ήταν δύσκολο, άλλωστε.

“Όταν τον πετύχετε μόνο του, πιάστε τον! Με την πρώτη ευκαιρία! Θα τον πάτε σ' εκείνη τη ρεματιά, κοντά στο χωριό. Θέλω να τον ξυλοκοπήσετε, ώσπου να μην αναπνέει. Κι ύστερα, σπρώξτε τον μέσα στο νερό, για να φανεί σαν ατύχημα. Δε θέλω άλλα μπλεξίματα.”

Ήταν αργά το απόγευμα, λίγο μετά τη δύση του ηλίου... Είχε τελειώσει νωρίτερα τις δουλειές του και ήρθε να τους κάνει έκπληξη.

Τον είδαν να βγαίνει απ' το αυτοκίνητό του, μόλις είχε φτάσει στο χωριό. “Θα ήρθε να δει την οικογένειά του”, σκέφτηκαν. Δεν είχαν καιρό για χάσιμο!

Τον περικύκλωσαν και, πριν προλάβει να αντιδράσει, τον άρπαξαν, τον φίμωσαν και τον πέταξαν μέσα στο όχημά τους. Τον οδήγησαν στο μέρος που τους διέταξαν και άρχισαν να τον χτυπούν ανελέητα.

“Ήθελες να παίξεις τον ήρωα, ε;” έλεγαν ανάμεσα στους ξυλοδαρμούς.

Εκείνος μούγκριζε, ανήμπορος ν' αντιδράσει με άλλον τρόπο. Ένιωθε το σώμα του να παραλύει από τον πόνο. Έσταζε απ' τον ιδρώτα, το κεφάλι του βούιζε. Αισθανόταν να χάνεται...

Μέσα σ' αυτή την παραζάλη, σταμάτησε να νιώθει τον πόνο. Δεν καταλάβαινε πλέον πού βρισκόταν και τι συνέβαινε. Τα μάτια του άρχισαν να σβήνουν, οι αισθήσεις του μία μία να χάνονται.

Και τότε, τους είδε...

Εκείνη, τη μία και μοναδική. Και το μικρό τους αγγελάκι. Είδε τα μάτια της, που έλαμπαν όπως τότε, την πρώτη φορά που την αντίκρυσε. Αυτά τα μάτια που τον μάγεψαν. Άκουσε το γέλιο του, τον είδε να τρέχει και να παίζει ξέγνοιαστα. Έτρεξε να τους αγκαλιάσει. Προσπαθούσε να τους πλησιάσει, μα εκείνοι συνεχώς απομακρύνονταν. “Γεια σου αγάπη μου”, “Γεια σου μπαμπά”, του φώναζαν από μακριά.

Όχι!, δεν ήθελε να τους αφήσει...

Όχι τώρα...

Όχι ακόμη...

Όχι...

“Εντάξει, φτάνει. Τελειώσαμε. Δεν έχει άλλο τις αισθήσεις του, Ας τον ρίξουμε να τελειώνουμε πριν μας πάρει είδηση κανείς. Ας τον πάμε λίγο πιο πέρα που είναι ανοιχτό το ρεύμα. Άντε, σηκώστε τον.”

“Σςς... κάτι ακούγεται. Κάποιος έρχεται. Γρήγορα, βιαστείτε!”

“Όχι, όχι, δεν προλαβαίνουμε! Αφήστε τον εδώ. Πάμε, τρέξτε”, είπε, και έδωσε μια κλοτσιά στο αναίσθητο σώμα να το ρίξει στο ποτάμι.

Έμεινε εκεί, με τα πόδια του να ακουμπάνε το νερό. Το κεφάλι του πάνω σε έναν βράχο και τα χέρια να τον αγκαλιάζουν περιμετρικά.

Καταιγίδα Where stories live. Discover now