Εφιάλτης

468 9 0
                                    

- Νικηφόρε!, φώναξε καθώς τινάχτηκε απ' το κρεβάτι.

- Μανούλα, γιατί φωνάζεις τον μπαμπά;

- Συγγνώμη αγοράκι μου που σε ξύπνησα. Είδα ένα όνειρο και τρόμαξα λιγάκι.

- Έλα μανούλα να σε κάνω μια αγκαλίτσα που τρόμαξες.

- Αχ, τι θα κάνω εγώ με σένα μου λες; Μικρό μου ζαχαρωτάκι, του είπε, καθώς τον αγκάλιαζε σφιχτά.

- Ακόμη ξαπλώνετε εσείς; τους διέκοψε η Ελένη. Θα αργήσεις στο σχολείο Σέργιε.

- Σωστά, είπε η Ασημίνα. Σήκω να ετοιμαστούμε. Κι εμάς θα μας περιμένει ο Νικηφόρος στο γνωστό μέρος να μας πει τα νέα από χθες. Θα έρθετε με τον Λάμπρο, έτσι;

- Ναι ναι, εννοείται.

- Ωραία. Ετοιμαζόμαστε και φεύγουμε όλοι μαζί λοιπόν.





Σε λίγη ώρα, είχαν φτάσει και οι τρεις στο γνωστό σημείο συνάντησης και περίμεναν τον Νικηφόρο.

- Πώς κι έτσι δεν έχει φτάσει ήδη; είπε ο Λάμπρος.

- Δεν ξέρω, εντύπωση μου κάνει. Ο Νικηφόρος είναι πάντα στην ώρα του. Ελένη, μήπως να πάω να του τηλεφωνήσω;

- Ας περιμένουμε λίγο ακόμη Ασημίνα και θα πάμε αν είναι.




Η ώρα περνούσε, αλλά ο Νικηφόρος ήταν άφαντος.

- Μπορεί κάτι να του έτυχε και να μην πρόλαβε να μας ειδοποιήσει.

- Πάμε να του τηλεφωνήσουμε καλύτερα. Μην περιμένουμε τζάμπα.




Μόλις έφτασαν στο καφενείο για να τηλεφωνήσουν, τους είδαν όλους ανάστατους.

- Τι έγινε; ρώτησε η Ελένη. Γιατί είστε όλοι έτσι;

- Ένας άντρας, Λενιώ μου, βρέθηκε αναίσθητος λίγο έξω απ' το χωριό. Ένας περαστικός ήρθε και ειδοποίησε τον Βασίλη πριν λίγο κι εκείνος έφυγε με τον Άγγελο να πάνε να δουν τι συνέβη.

- Τι, τι άντρας; ψέλλισε η Ασημίνα, που είχε αρχίσει να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της.

- Ασημίνα, μη βάζεις άσχημες σκέψεις με το μυαλό σου. Κάτσε να τηλεφωνήσουμε πρώτα. Αποκλείεται να...

- Πηγαίνετέ με τώρα να δω ποιος είναι.

- Ασημίνα...

- Τώρα, είπα!

- Εντάξει κορίτσι μου, εντάξει. Λάμπρο, έλα, πάμε μαζί της.

- Πού κοντά τον βρήκαν Βιολέτα; Σου είπαν;

- Κοντά στη ρεματιά.

- Στη ρεματιά; επανέλαβε η Ασημίνα που είχε πλέον χάσει εντελώς το χρώμα της. Πάμε Λενιώ. Έλα, Λάμπρο, τι κάθεστε;




Σε λίγο κατέφτασαν κι εκείνοι. Αντίκρυσαν από μακριά το σώμα εκείνου του άντρα και από πάνω τον Άγγελο και τον Βασίλη ανήσυχους. Ο διοικητής γύρισε και κοίταξε προς το μέρος τους και μόλις αντιλήφθηκε ποιοι ήταν προσπάθησε να τους προειδοποιήσει:

- Πλησιάστε σιγά σιγά. Θέλω να είστε ψύχραιμοι. Ασημίνα κορίτσι μου, έχουμε καλέσει βοήθεια. Όπου να 'ναι έρχονται.

- Όχι, όχι, όχι, δεν μπορεί. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Δε γίνεται...

Τελικά ήταν εκείνος.

Εκείνο το σώμα, ήταν του άντρα εκείνου, του δικού της.

Ήταν ο Νικηφόρος της.

Όλοι της οι φόβοι βγήκαν αληθινοί. Το κακό προαίσθημα από το προηγούμενο βράδυ επιβεβαιώθηκε. Και οι εφιάλτες της πραγματοποιήθηκαν.

Έπεσε στα γόνατα και σωριάστηκε πάνω στο αναίσθητο κορμί του.

- Νικηφόρε μου, αγάπη μου, ψέλλιζε μέσα στους σπαραγμούς της.

Η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα της, δεν μπορούσε λέξη να αρθρώσει. Ένιωθε να χάνει τον κόσμο γύρω της.

Ο Λάμπρος είχε μείνει πετρωμένος μπροστά στο θέαμα που αντίκρυζε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ο Άγγελος με τον Βασίλη είχαν κάνει λίγα βήματα πιο πίσω για να αφήσουν την οικογένεια κοντά. Η Ελένη είχε ξεσπάσει κι εκείνη σε κλάματα, αλλά προσπαθούσε να συγκρατηθεί, για την Ασημίνα. Έσκυψε να τη σηκώσει.

- Έλα κορίτσι μου, σήκω. Όπου να 'ναι έρχεται βοήθεια. Έλα Ασημίνα μου, μη χάνεις το κουράγιο σου, είπε, προσπαθώντας να την καθησυχάσει κι ας μην το πίστευε εκείνη την ώρα, ούτε κι η ίδια.

Η Ασημίνα σηκώθηκε με τη βοήθεια της Λενιώς και προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της.

Δεν πέρασαν δύο δευτερόλεπτα και κατέρρευσε μπροστά τους.

- Ασημίναααα

Καταιγίδα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora