Δε θέλω να φύγεις

420 8 7
                                    

Τα φώτα της μπουάτ είναι χαμηλωμένα. Ο κόσμος χορεύει.

Πίσω, στο δωματιάκι, δυο ψυχές ενώνονται μετά από καιρό. Το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες τους. Ο χώρος έχει πλημμυρίσει από την έντασή τους. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Η μουσική, μαζί με τις φωνές του κόσμου, ντύνουν τη σιωπή της στιγμής.

~°~

Στην πρωινή τους συνάντηση, ο Νικηφόρος την καλεί στο αποκριάτικο πάρτυ που θα γινόταν στο μαγαζί του. «Εγώ θα χαρώ, πάντως, αν τα καταφέρεις», της λέει, εκφράζοντάς της, ανοιχτά, πως την ήθελε εκεί. Η Ασημίνα, αν και θέλει όσο τίποτα να παρευρεθεί, δείχνει συγκρατημένη και διστάζει να φανερώσει την επιθυμία της να βρίσκεται κοντά του.

Οι ώρες περνούν κι εκείνη κάθεται στο σπίτι. Δεν έχει σκοπό να πάει. Τόσο καιρό, έχει εκπαιδεύσει τον εαυτό της να πηγαίνει κόντρα στα «θέλω» της. Έχει μάθει να καταπιέζει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες της. Ζει πίσω από μια εικόνα, σκληρή, που έχει φτιάξει για τον εαυτό της. Αυτή είναι η άμυνά της. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίζει την κατάσταση. Να αντέχει, το ότι είναι μακριά του. Τον αγαπά, αλλά δεν το παραδέχεται. «Έτσι, χώρια, είναι καλύτερα», έλεγε, για να το πιστεύει και η ίδια. Απέφευγε να κοιτάξει κατάματα αυτό που ένιωθε, απέφευγε να κοιτάξει κατάματα τον ίδιο. Εθελοτυφλούσε κι αυτό τής επέτρεπε να προχωρά. Έτσι και σήμερα. Ναι, ήθελε να πάει. Αλλά δεν έπρεπε. Όχι, δεν έπρεπε. Σε τέτοιες χαλαρές καταστάσεις, όπως ένα πάρτυ, ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει. Είχαν πολύ καιρό να βρεθούν κάτω από τέτοιες συνθήκες και δεν ήξερε αν θα μπορούσε να διατηρήσει το προσωπείο της «απόμακρης» και «σκληρής». Εξάλλου, θα ήταν εκεί και η... αρραβωνιαστικιά του.

Όλες τις οι σκέψεις και οι αποφάσεις ανατρέπονται, όταν εμφανίζεται η Ουρανία και, πάνω στη συζήτηση, την πείθει να πάνε μαζί. Εδώ που τα λέμε, δε χρειάστηκε και πολλή προσπάθεια. Στην αρχή προσπαθεί, κάπως, να αντισταθεί, αλλά οι προτροπές της Ελένης την παρασύρουν.

Φτάνουν στη μπουάτ, φορώντας τις στολές τους. Ο Νικηφόρος τις υποδέχεται με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. «Τα κατάφερες», της λέει ενθουσιασμένος. «Κι έφερα και παρέα, όπως βλέπεις», του απαντά, με ένα ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο, αφού ούτε κι εκείνη μπορεί να κρύψει τη χαρά της. Οι ματιές που ανταλλάσσουν είναι θερμές, βαθιές, όμως, ακόμα, συγκρατημένες. Τις κερνά ένα ποτό και πηγαίνει να ελέγξει αν είναι όλα καλά με τους καλεσμένους. Εκείνη μένει να τον κοιτάζει, καθώς απομακρύνεται. Ρίχνει και κάποιες γρήγορες ματιές στο μαγαζί, «δεν είναι εδώ η Ρένα», σκέφτεται και αναθαρρεί, ενώ η φωνή της συνείδησης μέσα της φωνάζει «Ασημίνα, συγκρατήσου, δεν έχεις καμιά δουλειά να σκέφτεσαι έτσι».

Καταιγίδα Where stories live. Discover now