- Μαμά, μπαμπά, ελάτε. Άντε...
- Τώρα παιδί μου, ερχόμαστε. Έι, Νικηφόρε, σταμάτα, μας φωνάζει το παιδί.
- Καλά καλά, εντάξει.
- Άντε, γιατί αργήσατε τόσο; Αφού σας έχω φτύσει εδώ και ώρα.
- Σέργιε, νομίζαμε ότι δεν είχες βρει την κρυψώνα μας και μας έκανες πλάκα.
- Όχι... Αφού σας είδα κάτω απ' το πάπλωμα. Ήταν πολύ φουσκωτά τα σκεπάσματα.
- Δεν ήμασταν εμείς αγοράκι μου. Είχαμε βάλει κάτι μαξιλάρια για να μπερδευτείς.
- Μπαμπάααα. Μαμά!, πες του κάτι. Εσείς μου λέτε ότι δεν πρέπει να λέμε ψέματα, είπε ο Σέργιος παραπονιάρικα.
Η Ασημίνα είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια βλέποντάς τους.
- Σα μωρά κάνετε κι οι δύο, το ξέρετε;
- Σα μωρά κάνουμε; Σέργιεεεε, πάνω της.
- Αααααααα
- Ααααααα
- Μη μη, όχι την κοιλιά μου, προσέξτε. Δεν κάνει να με γαργαλάτε εδώ.
Σταμάτησαν και οι δύο τρομαγμένοι.
- Το αδερφάκι σου δεν το σκέφτεσαι Σέργιε; Κι εσύ; Ωραίος μπαμπάς.
Ο Νικηφόρος κι ο Σέργιος κοιτούσαν σαστισμένοι, αφού η Ασημίνα είχε πάρει πολύ σοβαρό ύφος.
- Συγγνώμη μανούλα.
- Αγάπη μου, για πλάκα το κάναμε, για να γελάσουμε.
- Σας την έφερααααα, είπε και άρχισε να τρέχει καταπάνω τους. Δε θα μου ξεφύγετε. Θα σας γαργαλήσω.
- Αααααααα
- Αααααα
Έπαιζαν και γελούσαν έτσι για ώρες. Ώσπου εξαντλήθηκαν.
- Είναι ώρα για μπάνιο μικρούλη μου, τι λες;
- Λίγο ακόμα να κάτσω μαζί σας...
- Όχι καρδούλα μου. Είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι. Έλα να πλυθείς, να ξεκουραστείς. Και αύριο μέρα είναι.
- Εντάξει μαμά.- Αγάπη μου, άσε, θα τον κάνω εγώ μπάνιο. Κάθισε εσύ να ξεκουραστείς, είπε, δίνοντάς της ένα φιλί στο μέτωπο.
Αφού έκανε μπάνιο τον μικρό και τον έβαλε να ξαπλώσει, επέστρεψε στο σαλόνι. Η Ασημίνα είχε καθίσει αναπαυτικά στον καναπέ.
- Τι κάνουν τα κορίτσια μου; είπε καθώς βολευόταν στον καναπέ δίπλα της.
- Μ' αρέσει που το χεις δεδομένο εσύ, χαζομπαμπά.
- Αφού είπαμε. Δε μου φτάνεις μόνο εσύ. Θέλω μια μικρή Ασημίνα, τόσο δα, είπε χαριτωμένα.
- Τόσο δα;, έκανε η Ασημίνα πλησιάζοντας τα δυο της δάχτυλα.
- Ναι ναι, τόσο δα, είπε ο Νικηφόρος επαναλαμβάνοντας την ίδια κίνηση.
- Τι θα σε κάνω εγώ εσένα, μου λες; είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
- Ασημίνα;
- Μμμμ;
- Σκεφτόμουν... Να...
- Τι είναι;
- Ήθελα να φορέσουμε πάλι τις βέρες μας. Μου φαίνεται, μου φαίνεται άδειο το χέρι μου έτσι.
- Για να δω. Μμμμ, όντως, κάτι του λείπει.
- Με κοροϊδεύεις;
- Όχι αγάπη μου. Απλώς, δεν το περίμενα να έχει τόση σημασία για σένα ένα δαχτυλίδι.
- Ένα δαχτυλίδι; Εγώ το είπα, γιατί θέλω να σε νιώθω μαζί μου, συνεχώς, όπου κι αν είμαι, όπου κι αν είσαι, της είπε ρομαντικά.
- Δεν το εννοούσα έτσι Νικηφόρε μου. Απλώς παραξενεύτηκα που το σκέφτηκες.
- Δηλαδή δε θέλεις;
- Θέλω, είπε και του φίλησε απαλά το χέρι.
- Αυτές οι βέρες θα είναι το φυλαχτό μας.
- Ναι. Είναι. Το φυλαχτό μας.
- Ασημίνα; Όνειρο έβλεπες;
- Δρόσω; Τι έγινε; Πότε ήρθες; Γιατί είμαστε εδώ;
- Ξέχασες ότι θα εμένα εδώ; Ασημίνα μου, όλα καλά;
- Ναι ναι απλώς, ξύπνησα απότομα και τα έχασα για λίγο.
- Τι έβλεπες και παραμιλούσες;
- Εεεε... Τίποτα, τίποτα. Όνειρο ήταν. Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Θα τηλεφωνήσεις στη Λενιώ; Θέλω να μου φέρει κάτι απ' το σπίτι όταν έρθει.
YOU ARE READING
Καταιγίδα
Fanfiction|| τι έρωτας, τι θάνατος δεν έχεις να διαλέξεις || •1968• Δικτατορία. Άνθρωποι του καθεστώτος, κρύβουν ένοχα μυστικά, που μπορούν να τους προδώσουν. Στοιχεία που, αν βγουν στη φόρα, οι ίδιοι θα καταστραφούν. Πώς θα αντιδράσουν, όταν κάποιος σκαλί...