Τηλεφώνημα

327 7 2
                                    

Τον περίμενε καθισμένη σ' ένα παγκάκι στην πλατεία, να τελειώσει το σχολείο.

Είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορούσε.
Ήταν προετοιμασμένη για όλες τις πιθανές αντιδράσεις.


Η πόρτα άνοιξε, φωνές παιδιών ακούστηκαν.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε.

- Μαμάαααααα!, φώναξε τρέχοντας καταπάνω της.

- Παιδί μου, είπε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.

- Πότε γύρισες;

- Τώρα, αγοράκι μου. Και ήρθα κατευθείαν να σε βρω.

- Ο μπαμπάς;

- Ασημίνα; Δε σε περίμενα. Ήρθες να πάρεις το Σέργιο εσύ;

- Ναι... γύρισε προς τον Λάμπρο, που εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός, τη στιγμή που δεν έβρισκε τι να απαντήσει.

- Εντάξει. Να σας αφήσω εγώ, αν είναι.

- Καρδούλα μου; Θέλεις να πάμε μία βόλτα οι δυο μας;

- Εντάξει μανούλα.

Τον πήρε από το χέρι και ξεκίνησαν να περπατάνε. Τον ρώτησε για το σχολείο, για τους φίλους του, τις μέρες που πέρασαν χωριστά. Προσπαθούσε να τον κράτα απασχολημένο, ώστε να αποφύγει τις ερωτήσεις.

Ο Σέργιος της εξιστορούσε διάφορα περιστατικά που συνέβησαν με τον Φώτη και τον Ζαχαρία. Της είπε και για τη δασκάλα τους που “έχει γίνει πολύ καλή”.

Η Ασημίνα τον άκουγε με προσοχή και ενδιαφέρον κι έκανε επιπλέον ερωτήσεις σ' αυτά που της έλεγε.

- Μαμά; Πού πάμε;

- Θέλω να σου δείξω ένα όμορφο μέρος αγοράκι μου.

- Δεν έχουμε ξαναπάει;

- Όχι! Περίμενε και θα σου δείξω.

Έφτασαν εκεί.
Σ' εκείνο το μέρος, όπου πριν από λίγες ημέρες γκρεμίστηκε ο κόσμος της.

Η σκέψη του θεάματος, εκείνου, της ράγισε την ψυχή.
Όμως κρατήθηκε.

Σήμερα είχε μια αποστολή.
Και έπρεπε να είναι δυνατή.
Εξάλλου, τον οδήγησε στο μέρος αυτό για κάποιο λόγο.


Έστρεψε το βλέμμα της στο τοπίο. Στα καταπράσινα δέντρα, που χάριζαν απλόχερα τη σκιά τους, κάτω από το ζεστό ήλιο. Άκουσε το νερό που κυλούσε. Αυτός ο ήχος την ηρεμούσε.

Θυμήθηκε τις στιγμές τους εδώ. Πόσες όμορφες στιγμές! Όσο κι αν την πονούσε αυτό το μέρος, είχε άλλους χίλιους λόγους να το αγαπά.

Καταιγίδα Where stories live. Discover now