Ξύπνησε σε έναν θάλαμο νοσοκομείου. Κοίταξε γύρω της με απορία.
Γιατί βρισκόταν εκεί άραγε;
Τι είχε συμβεί;Μετά από λίγο μπήκε στο δωμάτιο ο γιατρός.
- Πώς αισθάνεστε, κυρία Σταμίρη;
- Σεβαστού, ψιθύρισε εκείνη.
- Δε σας άκουσα. Τι είπατε;
- Γιατί βρίσκομαι εδώ; Τι έχει γίνει;
- Καλό είναι να ξεκουραστείτε. Σας φέραμε εδώ, γιατί είχατε μια αδιαθεσία και έπρεπε να σας φροντίσουμε. Θα πάρετε μια αγωγή και αύριο θα είστε καλύτερα. Καλό είναι σήμερα να μείνετε ξαπλωμένη. Στην κατάστασή σας δεν πρέπει να κουράζεστε ούτε να αναστατώνεστε.
- Στην κατάστασή μου;
- Ναι, είστε έγκυος κυρία Σταμίρη. Δεν το γνωρίζατε; Συγγνώμη δεν ήξερα. Βρίσκεστε στο δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης σας.
Εκείνη σάστισε. Δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά της.
Μετακίνησε αργά αργά το χέρι της και άγγιξε απαλά την κοιλιά της, για να το νιώσει. Αυτό το θαύμα που περίμενε όλη της τη ζωή, ήταν εκεί, μέσα της. Ήταν αλήθεια! Βρισκόταν εκεί, αυτό το μικρό πλασματάκι, ο καρπός τους έρωτά τους.
Και τότε θυμήθηκε...
Τα μάτια της θόλωσαν μεμιάς και γέμισαν με δάκρυα που δεν έπεφταν. Ξέσπασε ένα βουβό κλάμα.
Σπαραγμός...
“Μέσα σε μια στιγμή μου χάρισες όλον τον κόσμο και την ίδια στιγμή μ' έσπρωξες σ' έναν γκρεμό”, σκέφτηκε.
Μέσα σε μια στιγμή της χάρισαν όλον τον κόσμο. Τι πιο χαρμόσυνο από τον ερχομό μιας νέας ζωής; Κι όμως, πώς να χαρεί; Ο Νικηφόρος, ο άνθρωπός της, η ανάσα, το οξυγόνο της, ο έρωτάς της, η ζωή της, είχε χαθεί. Η σκέψη αυτή την έριχνε σ' έναν γκρεμό, δίχως τέλος. Της κόπηκε η ανάσα.
- Πού, πού τον έχετε; κατάφερε να αρθρώσει μέσα στους λυγμούς της.
- Για ποιον μιλάτε, κυρία Σταμίρη;
- Πού είναι ο άντρας μου, πού τον έχετε;
- Ο άντρας σας; Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε.
- Πού έχετε τον Νικηφόρο; Πού τον έχετε;
- Κυρία μου, σας παρακαλώ, ηρεμήστε. Οι συγγενείς σας είναι εδώ απ' έξω. Απλώς, δεν τους αφήνουμε να μπουν ακόμη, γιατί χρειάζεστε λίγο χρόνο να ξεκουραστείτε.
- Μη μου λέτε ψέματα. Ξέρω τι έχει συμβεί. Πού τον έχετε; Θέλω να τον δω. Θέλω να τον δω, είπε και ξέσπασε σε ένα σπαρακτικό κλάμα.
Η Ελένη που ήταν απ' έξω, μόλις άκουσε τις φωνές τις, μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο.
- Ασημίνα, Ασημίνα κορίτσι μου, τι έγινε; Γιατί κλαις; Γιατρέ, αφήστε μας λίγο μόνες σας παρακαλώ.
- Ελένη, πού είναι ο Νικηφόρος; Γιατί δε μου λέτε; Πού τον έχουν; Ξέρω τι έχει γίνει, ξέρω. Μη με κοροϊδεύετε άλλο, ξέσπασε η Ασημίνα, μην μπορώντας να συγκρατήσει άλλο τον εαυτό της.
- Είναι, είπε διστακτικά η Ελένη, είναι στην εντατική. Κατάφεραν να τον επαναφέρουν, αλλά η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Το παλεύει, όμως, Ασημίνα. Είναι δυνατός ο Νικηφόρος.
- Λενιώ, βοήθησέ με να σηκωθώ. Θέλω να με πας στον Νικηφόρο. Θέλω να πάω δίπλα του. Τώρα! Πήγαινέ με, θέλω να τον δω.
- Ασημίνα, δε γίνεται. Δεν μπορείς να σηκωθείς ακόμη, είσαι πολύ αδύναμη. Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να μείνεις ξαπλωμένη για μία μέρα. Σε παρακαλώ, κάθισε λίγο να δυναμώσεις και θα πας αργότερα. Είναι όλοι έξω, είμαστε κοντά του, μην ανησυχείς.
- Εμένα χρειάζεται, εμένα! Τ' ακούς; Πρέπει να είμαι δίπλα του, κοντά του, να με νιώθει, είπε και ξέσπασε πάλι σε κλάματα.
- Δεν αφήνουν κανέναν να μπει μέσα. Είναι πολύ αυστηρά Ασημίνα μου. Και να σηκωθείς, δε θα σε αφήσουν να τον δεις. Μείνε εδώ να ξεκουραστείς και θα παρακαλέσω τον γιατρό να σε αφήσει να πας μόλις είναι δυνατόν.
Η Ασημίνα, μην μπορώντας να αντισταθεί άλλο, ανήμπορη πλέον να αντιδράσει, παράτησε τις προσπάθειες.
Έκλεισε τα μάτια της και βυθίστηκε στις σκέψεις της.
Έφερε στο μυαλό της το χαμόγελό του, τις όμορφες στιγμές τους, εκείνους με το παιδάκι τους.
Το παιδάκι τους...
Πόσο θα χαιρόταν αν το μάθαινε.
Πόσο θα χαιρόταν αν το μάθαιναν και οι δύο.
Ότι θα μεγαλώσει η οικογένειά τους.
Έκανε εικόνα τους τέσσερίς τους να τρέχουν, να παίζουν και να γελάνε.
Ευτυχισμένους, ξένοιαστους...
Και μ' αυτή τη σκέψη, αποκοιμήθηκε.
ESTÁS LEYENDO
Καταιγίδα
Fanfic|| τι έρωτας, τι θάνατος δεν έχεις να διαλέξεις || •1968• Δικτατορία. Άνθρωποι του καθεστώτος, κρύβουν ένοχα μυστικά, που μπορούν να τους προδώσουν. Στοιχεία που, αν βγουν στη φόρα, οι ίδιοι θα καταστραφούν. Πώς θα αντιδράσουν, όταν κάποιος σκαλί...