Ο αυγουστιάτικος ήλιος καυτός, όμως, οι πλούσιες φυλλωσιές των δέντρων πρόσφεραν απλόχερα τη σκιά τους. Εκεί, στο γρασίδι του παριζιάνικου πάρκου, η Ασημίνα ήταν ξαπλωμένη πάνω στα πόδια του αγαπημένου της, με την κοιλίτσα της να είναι πλέον εμφανής. Ο Σέργιος έτρεχε ανέμελα στους κήπους, κυνηγούσε πεταλούδες, έκανε φούσκες με το "μαγικό υγρό", όπως το έλεγε, και πού και πού πλησίαζε προς τους γονείς του, για να τους ενημερώσει για τα κατορθώματά του.
- Έπιασα μία πεταλούδα!
- Πού την έπιασες, αγόρι μου;
- Να, εκεί! Κοντά στα λουλούδια. Ήρθε και κάθισε πάνω στα χέρια μου κι εγώ την ακούμπησα. Να, έτσι!, μιμήθηκε τις κινήσεις του.
- Μπράβο Σέργιε! Τώρα, τι θα κάνεις; Θα πας να πιάσεις κι άλλες;
- Ναι, μπαμπά. Έφυγαα!
- Σέργιε!, περίμενε, περίμενε, φώναξε η Ασημίνα. Κάτσε παιδί μου, δυο λεπτά. Έχεις γίνει μούσκεμα.
- Καλά είμαι μαμά, παραπονέθηκε.
- Έλα καρδούλα μου. Πιες λίγο νεράκι και θα ξαναπάς.
- Καλά, υποχώρησε, εν τέλει, και κάθισε στο χόρτο, δίπλα τους.
Ο Νικηφόρος άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά της κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της, να απολαύσει την ηρεμία της στιγμής. Τα βλέφαρά της, πότε πότε, συναντούσαν τις αχτίδες ήλιου που τρύπωναν, μέσα από τις χαραμάδες των δέντρων, προκαλώντας της μια γλυκιά ζεστασιά. Είχε χαθεί στον κόσμο της αίσθησης, όταν την ξύπνησε η φωνούλα του γιου της.
- Μαμά! Να ακούσω το μωράκι μας;
- Και βέβαια, παιδί μου, του χαμογέλασε. Όμως, δεν ξέρω αν θα ακούσεις τίποτα, αυτή τη στιγμή. Είναι πολύ ήσυχο... μάλλον κοιμάται.
- Ναι αλλά, μπορεί, όταν ακούσει εμένα, να ξυπνήσει.
- Αν ακούσει εσένα, σίγουρα θα ξυπνήσει, αστειεύτηκε ο Νικηφόρος και η Ασημίνα τον σκούντηξε.
Ο Σέργιος πλησίασε και ακούμπησε προσεκτικά το αυτί του πάνω στην κοιλιά της μαμάς του.
- Δεν ακούω, είπε απογοητευμένος. Α! Να το!
- Τι άκουσες παιδί μου; Αφού δεν κλώτσησε...
- Χι χι... Πλάκα έκανα, είπε, βάζοντας τα χέρια του μπροστά στο στόμα.
- Έλα δω βρε μπαγασάκο, τον τράβηξε, με το ελεύθερο χέρι του, ο Νικηφόρος και τον έφερε δίπλα του. Έτσι να σας έχω στην αγκαλιά μου και δε θέλω τίποτα στον κόσμο...
Σας αγαπώ πολύ, ψιθύρισε, ύστερα από λίγο.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Καταιγίδα
Fanfic|| τι έρωτας, τι θάνατος δεν έχεις να διαλέξεις || •1968• Δικτατορία. Άνθρωποι του καθεστώτος, κρύβουν ένοχα μυστικά, που μπορούν να τους προδώσουν. Στοιχεία που, αν βγουν στη φόρα, οι ίδιοι θα καταστραφούν. Πώς θα αντιδράσουν, όταν κάποιος σκαλί...